ἁνίκα

From LSJ
Revision as of 15:25, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁνίκα Medium diacritics: ἁνίκα Low diacritics: ανίκα Capitals: ΑΝΙΚΑ
Transliteration A: haníka Transliteration B: hanika Transliteration C: anika Beta Code: a(ni/ka

English (LSJ)

[ῐ], Dor. for ἡνίκα.

German (Pape)

[Seite 237] dor. = ἡνίκα.

Greek (Liddell-Scott)

ἁνίκα: [ῐ], Δωρ. ἀντὶ ἡνίκα.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡνίκα.

English (Slater)

ᾱνῐκα c. ind.,
   1 at that time when βρέχε θεῶν βασιλεὺς χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν, ἁνίχ' Ἀθαναία κορυφὰν κατ ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν (O. 7.35) σκύταλον τίναξε χερσίν, ἁνίκ' ἤρειδε Ποσειδάν (O. 9.31) τλάμονι ψυχᾷ παρέμειν, ἁνίχ' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν (P. 1.48) “ἁνίκ' ἐπέτοσσε” (P. 4.24) ἦρα χαλκοκρότου πάρεδρον Δαμάτερος ἁνίκ' εὐρυχαίταν ἄντειλας Διόνυσον; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας) (I. 7.4) ἁ]νίκα Δαρδανίδαις Ἑκάβ[ Πα. 8A. 17. λέγοντι Ζῆνα φυλάξαι προνοίᾳ, ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος (Pae. 12.12) ]τε καὶ ἁνίκα ναυλοχοι[ ]ήλασαν ἐννύχιον κρυφα[ (Pae. 18.9) ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον, ἁνίκ ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω sc. after dinner at wine fr. 124. 5.

Spanish (DGE)

v. ἡνίκα.

Greek Monotonic

ἁνίκα: [ῐ], Δωρ. αντί ἡνίκα.