ἀντεξόρμησις
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A sailing against, v.l. in Th.2.91; countercharge, Plu.Pomp. 69.
German (Pape)
[Seite 246] ἡ, das Ausrücken gegen den anrückenden Feind, Thuc. 2, 91; Plut. Pomp. 69.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεξόρμησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπιπλεῦσαι ἐναντίον τινός, Θουκ. 2. 91: - τρόπος ἐπιθέσεως, Πλουτ. Πομπ. 69.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de s’élancer contre.
Étymologie: ἀντί, ἐξορμάω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
contraataque ἀξύμφορον δρῶντες πρὸς τὴν ἐξ ὀλίγου ἀντεξόρμησιν resultando un gesto inoportuno frente a un contraataque de cerca Th.2.91, cf. Plu.Pomp.69.
Greek Monolingual
ἀντεξόρμησις, η (Α)
αντεπίθεση.
Greek Monotonic
ἀντεξόρμησις: -εως, ἡ (ἐξορμάω), εχθρική απόπλευση, σε Θουκ.· μέθοδος επίθεσης, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεξόρμησις: εως ἡ контратака, встречный бой Thuc., Plut.