ἀνομαλίζω

From LSJ
Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομαλίζω Medium diacritics: ἀνομαλίζω Low diacritics: ανομαλίζω Capitals: ΑΝΟΜΑΛΙΖΩ
Transliteration A: anomalízō Transliteration B: anomalizō Transliteration C: anomalizo Beta Code: a)nomali/zw

English (LSJ)

   A restore to equality, equalize, Pass., pf. inf. ἀνωμαλίσθαι Arist.Rh.1412a16: fut., cj. in Pol.1265a40; cf. sq.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομαλίζω: ἐπαναφέρω εἰς τὸ ὁμαλόν, ἐξισῶ, γινώσκομεν δὲ τὸ ῥῆμα μόνον ἐκ τοῦ ἀπαρ. τοῦ παρακ. ἀνωμαλίσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 5˙ πρβλ. ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

inf. pf. Pass. ἀνωμαλίσθαι;
égaliser.
Étymologie: ἀνά, ὁμαλίζω.

Spanish (DGE)

igualar τὰς πόλεις Arist.Rh.1412a16.

Greek Monolingual

ἀνομαλίζω (Α) ομαλίζω
εξομαλύνω, επαναφέρω σε ομαλή κατάσταση.

Greek Monotonic

ἀνομαλίζω: μέλ. -σω, αποκαθιστώ την ισότητα, εξομαλίζω, εξισώνω, Παθ. απαρ. παρακ. αʹ ἀνωμαλίσθαι, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομᾰλίζω: уравнивать (τὸ ἀνωμαλίσθαι τὰς πόλεις Arst.).