βραχυλογία

From LSJ
Revision as of 17:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠλογία Medium diacritics: βραχυλογία Low diacritics: βραχυλογία Capitals: ΒΡΑΧΥΛΟΓΙΑ
Transliteration A: brachylogía Transliteration B: brachylogia Transliteration C: vrachylogia Beta Code: braxulogi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A brevity in speech or writing, Hp.Decent.12, Pl.Grg.449c; β. τις Αακωνική Id.Prt.343b, etc.; ἡ Πιττακοῦ β. Plu.2.153e, cf. Demetr.Eloc.243 (pl.); opp. μῆκος, Pl.Lg.887b.

German (Pape)

[Seite 462] ἡ, Kürze im Reden, im Ausdruck, Λακωνική Plat. Prot. 343 b. Ggstz μῆκος Legg. X, 887 b.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠλογία: ἡ, συντομία ἐν τῇ ὁμιλίᾳ ἢ τῇ γραφῇ, Ἱππ. 24. 43, Πλάτ. Γοργ. 449C, ὁ αὐτ. Πρωτ. 343B, κτλ.· ἀντίθετον τῷ μῆκος, ὁ αὐτ. Νόμ. 887B.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
brièveté dans le discours ou le style.
Étymologie: βραχυλόγος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón -ίη Hp.Decent.12
1 parquedad en la palabra en la visita a un enfermo μεμνῆσθαι ... βραχυλογίης Hp.l.c.
ret. braquilogía, concisión β. τις Λακωνική Pl.Prt.343b, ἐδεῖτο τῆς Πιττακοῦ βραχυλογίας Plu.2.153e, οὐ τῷ καταφρονεῖν αἱρεῖσθαι τὴν βραχυλογίαν Gal.5.360, cf. Sext.Sent.156, Philostr.Dial.1, Gr.Naz.Ep.244.9, Men.Prot.6.1.101, op. μακρολογία Pl.Grg.449c, Prt.335b, op. μῆκος Pl.Lg.887b, plu. διῇμεν τῶν παγκάλων τεχνημάτων βραχυλογιῶν τε καὶ εἰκονολογιῶν Pl.Phdr.269a, ὅτι ἐμφερῆ ταῖς βραχυλογίαις Demetr.Eloc.243.
2 gram. apócope ‘μάψ’ β. ἐκ τοῦ ‘μάτην’ Eust.187.28.

Greek Monolingual

η (AM βραχυλογία) βραχύλογος / βραχυλόγος]]
1. η συντομία στην έκφραση είτε στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο
2. η πυκνότητα στην έκφραση με την παράλειψη λέξεων ή όρων οι οποίοι μπορούν να νοηθούν από τα συμφραζόμενα.

Greek Monotonic

βρᾰχῠλογία: ἡ, λακωνικότητα στο λόγο και στη γραφή, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχυλογία: ἡ краткость речи, сжатость, немногословность Plat., Arst., Plut.