διαπολεμέω
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
English (LSJ)
A carry a war through, Hdt.7.158; δ. τὸν πόλεμον Pl. Criti.108e; δ. τινί fight it out with one, X.An.3.3.3, Plb.3.2.3, Plu. Fab.19; πρός τινα D.S.14.99:—Pass., διαπεπολεμήσεται [ὁ πόλεμος] the war will be at an end, Th.7.14, cf. 25, Jul.Or.2.55c. II carry on the war, Th.6.37.
German (Pape)
[Seite 596] 1) den Krieg zu Ende bringen, auskämpfen, ἔςτ' ἂν διαπολεμήσωμεν Her. 7, 158; Thuc. 6, 37; πάντα τὸν πόλεμον Plat. Critia. 108 e; Dion. Hal. 11, 9; u. so pass., διαπολεμήσεται αὐτοῖς , für das fut. pass., v. l. διαπεπολεμήσεται, Thuc. 7, 14. 25. Uebh. eine Zeit mit Kriegführen hinbringen, Plut. Fab. 19. – 2) fortwährend mit Einem Krieg führen, τινί, Xen. An. 3, 3, 3; od. πρός τινα, Poll. 3, 2 u. öfter, wie Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαπολεμέω: ἄγω εἰς πέρας τὸν πόλεμον, Λατ. debellare, Ἡρόδ. 7. 158· δ. τὸν πόλεμον Πλάτ. Κριτί 108Ε· δ. τινι, πολεμῶ μέχρι τέλους πρός τινα, τελειώνω πολεμῶν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 3, Πολύβ. 3. 2, 3· πρός τινα Διόδ. 14. 99. - Παθ., διαπεπολεμήσεται πόλεμος, ὁ πόλεμος θὰ παύσῃ Θουκ. 7. 14, πρβλ. 25. ΙΙ. ἐξακολουθῶ τὸν πέλεμον, ὁ αὐτ. 6. 37, ΙΙΙ. δαπανῶ χρόνον τινὰ εἰς τὸν πόλεμον, Πλούτ. Φαβ. 19.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 terminer une guerre;
2 poursuivre une guerre;
3 passer qqe temps à la guerre.
Étymologie: διά, πολεμέω.
Spanish (DGE)
luchar hasta el final, terminar una guerra intr.:
a) abs. σῖτόν τε ... ἔστ' ἂν διαπολεμήσωμεν ... παρέξειν proporcionar trigo hasta que hayamos terminado la guerra Hdt.7.158, ἱκανοτέραν ἡγοῦμαι Σικελίαν Πελοποννήσου διαπολεμῆσαι considero más capaz a Sicilia que al Peloponeso de llevar la guerra hasta el fin Th.6.37, ἐπεί, εἴ γε ἐβουλήθη, διαπολεμῆσαι <ἂν> ἐπιφανεὶς δήπου puesto que, si así lo hubiera querido, sin duda con su aparición habría puesto fin a la guerra Th.8.87, αἰ δέ τινες κα ἰδίᾳ ἐξενέγκωνται (πόλεμον), αὐτοὶ καὶ διαπολεμόντων ICr.3.3.3B.10 (Hierapitna II a.C.), διαπολεμήσας δὲ καὶ ἐπανελθὼν οἴκαδε Str.12.3.33, cf. D.C.41.15.3, D.Chr.56.10, tb. en v. pas. διαπολεμηθέντος δὲ τοῦ πολέμου una vez acabada la guerra Plu.Sert.5, cf. Nic.9, πρὶν ἢ διαπολεμηθῆναι τὸν πόλεμον Paus.4.6.4, cf. 2.14.2, 9.6.3, διαπεπολεμῆσθαί τε πάντα ἔφη D.C.36.46.1, cf. 39.1.1, τὸ Μαραθῶνι ἔργον διαπολεμηθὲν ... Ἀθηναίοις Philostr.Gym.11;
b) c. dat. luchar contra διαπολεμεῖν τούτῳ ὡς ἂν δυνώμεθα κράτιστα X.An.3.3.3, cf. Plb.3.2.3, D.S.1.56, Plu.Fab.19, Cic.10, D.C.36.16.1, tb. c. πρός y ac. ὡς πρὸς Ἀννίβαν ἐκεῖ διαπολεμήσοντα para que (el cónsul) luchara allí contra Aníbal Plb.3.61.8, cf. 5.67.7, πρὸς τοὺς κατὰ τὴν πόλιν D.S.14.99, cf. 3.55, 5.9, Plu.Sert.9, tb. en v. pas. ἔστ' ἂν διαπολεμηθῇ αὐτῷ πρὸς τοὺς ἄλλους Ἰνδούς mientras la guerra fuera llevada por él contra los demás indios Arr.An.6.14.3;
c) c. otros giros prep.: c. περί y gen. llevar a cabo una guerra por περὶ τῆς χώρας ἀλλήλοις διαπολεμήσαντες D.S.5.33
•c. ὑπέρ y gen. realizar una guerra en ayuda de, en favor de ὑπὲρ τῆς κοινῆς ἐλευθερίας διεπολέμησαν πρὸς τὴν τυραννίδα Pl.Ep.357a, ὑπὲρ Αἰγυπτίων πρὸς Πέρσας D.S.12.3
•c. διά luchar mediante ὡς καὶ δι' ἑτέρων διαπολεμήσων D.C.43.28.1
•c. ἐξ: διαπολεμεῖν ἐξ ἀμφοτέρας βουλόμενοι queriendo llevar a cabo la guerra desde los dos sitios D.S.15.15
•fig. μένειν εὐγενῶς ἐν τῷ διαπολεμεῖν ref. a la enemistad entre dos personas, Iambl.VP 232;
d) c. ac. int. ἡ πόλις πάντα τὸν πόλεμον διαπολεμήσασα ἐλέγετο Pl.Criti.108e, cf. D.S.5.38, 11, D.C.42.53.4, Philostr.Her.7.2;
e) ganar la guerra en v. pas. διαπεπολεμήσεται αὐτοῖς (ὁ πόλεμος) la guerra será ganada por ellos Th.7.14, cf. 25, διαπολεμηθῆναι βασιλεῖ τὸν Αὐσουριανὸν πόλεμον Synes.Ep.78 (p.138), ξὺν δίκῃ ... διεπολεμήθη Iul.Or.3.55c.
Greek Monotonic
διαπολεμέω: μέλ. -ήσω,
I. φέρνω τον πόλεμο εις πέρας, ολοκληρώνω, τελειώνω τον πόλεμο, Λατ. debellare, σε Ηρόδ.· δ. τινί, πολεμώ μέχρι τέλους εναντίον κάποιου, σε Ξεν. — Παθ., διαπεπολεμήσεται πόλεμος, ο πόλεμος θα σταματήσει, θα ολοκληρωθεί, σε Θουκ.
II. εξακολουθώ τον πόλεμο, τον συνεχίζω, στον ίδ.
III. ξοδεύω, δαπανώ κάποιο χρόνο στον πόλεμο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διαπολεμέω: 1) (тж. δ. πόλεμον Plat.) продолжать (вести) войну, воевать (τινι Xen., Polyb. и πρός τινα Diod.): ἔστ᾽ ἂν διαπολεμήσωμεν Her. пока нам придется воевать; ὡς τρὶς ἐννέα ἔτη διαπολεμηθῆναι πέπρωται τὸν πόλεμον Plut. (говорили), что (Пелопоннесской) войне суждено длиться трижды девять лет;
2) заканчивать войну (διαπεπολεμήσεται ἀμαχεὶ ὁ πόλεμος Thuc.).