θύραυλος
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
(proparox.), ον,
A living out of doors, of shepherds, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1227] außer dem Hause, im Freien die Zeit zubringend, bleibend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
θύραυλος: -ον, (αὐλὴ) αὐλιζόμενος ἐν ὑπαίθρῳ, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit en plein air (berger).
Étymologie: θύρα, αὐλή.
Greek Monolingual
θύραυλος, -ον (Α)
αυτός που αυλίζεται στο ύπαιθρο, που διαμένει στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -αυλος (< αυλή), πρβλ. μέσ-αυλος, όμ-αυλος].
Greek Monotonic
θύραυλος: -ον (αὐλή), αυτός που διαμένει στο ύπαιθρο, σε Ησύχ.