βλίττω

From LSJ
Revision as of 17:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλίττω Medium diacritics: βλίττω Low diacritics: βλίττω Capitals: ΒΛΙΤΤΩ
Transliteration A: blíttō Transliteration B: blittō Transliteration C: vlitto Beta Code: bli/ttw

English (LSJ)

aor.

   A ἔβλῐσα Pl.R.564e:—cut out the comb of bees, take the honey, l.c.; σφηκιὰν β. S.Fr.778: metaph., β. τὸν δῆμον rob the people of their honey, Ar.Eq.794, cf. Lys.475:—Pass., πλεῖστονδὴ . . τοῖς κηρῆσι μέλι βλίττεται prob. in Pl. l.c.; β. τὰ σμήνη the hives have their honey taken, Arist.HA554a15, cf. 627b2.    II βλίσσειν· = μαλάσσειν, Erot.Fr.16. (For μλίτ-yω, cf. μέλι.)

German (Pape)

[Seite 450] fut. βλίσω (μέλι), Honig ausschneiden, zeideln, βλίσειε Plat. Rep. VIII, 564 e; Arist. Uebertr., τὸν δῆμον Ar. Equ. 791; vgl. Lys. 475.

Greek (Liddell-Scott)

βλίττω: ἀόρ. ἔβλῐσα, Πλάτ. Πολ. 564Ε. πρβλ. ἀποβλίττω: - ἀποκόπτω τὴν κηρήθραν καὶ ἀφαιρῶ, τρυγῶ τὸ μέλι, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σφηκιὰν βλ. Σοφ. Ἀποσπ. 856· μεταφ. βλ. τὸν δῆμον, ἀποστερῶ τὸν δῆμον τοῦ μέλιτος, τρυγῶ τὸν δῆμον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 794, πρβλ. Λυσ. 475. – Παθ., πλεῖστον δὴ … τοῖς κηφῆσι μέλι βλίττεται (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ρουγκ. ἀντὶ τοῦ βλύττει) Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· βλ. τὰ σμήνη τὰ σμήνη ἢ αἱ κυψέλαι στεροῦνται τοῦ μέλιτος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 22. 9, πρβλ. 9. 40, 55. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ μέλι, μέλιττα, τῇ προσθήκῃ τοῦ β, πρβλ. μαλακός, βλάξ, βρότος ἄμβροτος, μολεῖν βλώσκω, ἡμέρα μεσημβρία, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. ἔβλισα;
1 presser un rayon de miel, exprimer du miel;
2 fig. pressurer.
Étymologie: μέλι > *μλίτ-τω > *μβλίττω > βλίττω ; pour l’insert. du β, v. βλάξ.

Greek Monolingual

βλίττω (Α)
κόβω την κερήθρα και τρυγάω το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μλι-τιω, μετονοματικό παράγωγο (με μηδενισμένη βαθμίδα) < μελιτ-, μέλι. Οι συσχετισμοί της λ. με τα βλιμάζειν και μαλάσσειν αποτελούν υποθέσεις αβάσιμες].

Greek Monotonic

βλίττω: αόρ. αʹ ἔβλῐσα, αποκόπτω την κηρήθρα των μελισσών, τρυγώ το μέλι, σε Πλάτ.· μεταφ., βλίττω τὸν δῆμον, ληστεύω το μέλι από τους ανθρώπους, σε Αριστοφ. — Παθ., μέλι βλίττεται, σε Πλάτ. (√ΒΛΙΤ, από το μέλιτ-ος, γεν. από το μέλι, το β στη θέση του μ, πρβλ. βλώσκω αντί μλώσκω).

Russian (Dvoretsky)

βλίττω: (aor. ἔβλῐσα)1) вырезывать соты из улья, выдавливать мед (Soph., Plat.; τὰ σμήνη βλίττεται Arst.);
2) обирать (δῆμων, ὥσπερ σφηκιάν τινα Arph.).