δακρυώδης
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
ες,
A exuding a watery fluid, ἕλκος δ. καὶ ἀνεκπύητον Hp. Fract.25; running at the eyes, Hippiatr.1, al. 2 tear-like, συρροή, of the bulbils of κρίνον (cf. δάκρυον 1.2), Thphr.HP6.6.8. II tearful, lamentable, Luc.Vit.Auct.14.
German (Pape)
[Seite 520] ες, thränenreich, Theophr.; thränenvoll, kläglich, Luc. Vit. auct. 14.
Greek (Liddell-Scott)
δακρυώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς δάκρυα, δ. συρροή Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 6, 8· ― ἐπὶ πληγῆς ἢ ἕλκους, ὁπόθεν ἀντὶ πύου ἐκρέει εἶδός τι ὑδατώδους χυμοῦ, δ. καὶ ἀνεκπύητον Ἱππ. Ἀγμ. 767. ΙΙ. πλήρης δακρύων, ἀξιοθρήνητος, Λουκ. Β. Πρ. 14.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
lamentable.
Étymologie: δάκρυ, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
1 lacrimoso ἐς ὄμματα δ. ἀπόστασις ἔρχεται Hp.Coac.553, ὀφθαλμοί Hippiatr.1.3 (cód.)
•que destila un líquido acuoso ἕλκος Hp.Fract.25
•de plantas que es como la lágrima, como de savia συρροή Thphr.HP 6.6.8, ὑγρότης Thphr.HP 9.1.2.
2 llorón ὀδυνηροὶ καὶ δακρυώδεις de los borrachos, Basil.M.31.449B
•flébil, lacrimoso ἔννοιαι Diad.Perf.68, 73, φωναί Isid.Pel.Ep.M.78.305A.
3 fig. lamentable τὰ ἀνθρωπήϊα πρήγματα ὀϊζυρὰ καὶ δακρυώδεα Luc.Vit.Auct.14.
Greek Monolingual
-ες (AM δακρυώδης, -ες)
όμοιος με δάκρυ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τα δακρυώδη
κομμιοφόρα φυτά του γένους αμυριδοειδή
αρχ.
1. ο αξιοθρήνητος
2. (για έλκη και πληγές) αυτός από τον οποίο εκκρίνεται υδατώδες υγρό.
Greek Monotonic
δακρυώδης: -ες (εἶδος), αξιοθρήνητος, αξιοδάκρυτος, γεμάτος δάκρυα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δακρυώδης: достойный слез, плачевный (τὰ ἀνθρώπινα πρήγματα Luc.).