δυσμαθής

From LSJ
Revision as of 19:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμᾰθής Medium diacritics: δυσμαθής Low diacritics: δυσμαθής Capitals: ΔΥΣΜΑΘΗΣ
Transliteration A: dysmathḗs Transliteration B: dysmathēs Transliteration C: dysmathis Beta Code: dusmaqh/s

English (LSJ)

ές,

   A hard to learn, Id.Ag.1255; δ. ἰδεῖν hard to know at sight, E.Med.1196; τὸ δ. difficulty of knowing, Id.IT478.    II Act., slow at learning, dull, Pl.R.358a, etc.: Comp., Plu.2.992d: Sup., Ph.2.175, Jul.Or. 7.225b. Adv. δυσμαθῶς, ἔχειν Pl.R.503d.

German (Pape)

[Seite 683] ές, 1) schwer zu lernen, zu erkennen, Aesch. Ag. 1118; Eur. I. T. 478; ἰδεῖν, unkenntlich, Med. 1196. – 2) schwer lernend, ungelehrig, Plat. Lach. 189 a u. öfter; compar., Euthyph. 9 b; – δυσμαθῶς ἔχειν, Plat. Rep. VI, 503 d.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμᾰθής: ἐς, παθητ., δυσμάθητος, δυσνόητος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1255· δ. ἰδεῖν, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ γνωρίσῃ τις ἐξ ὄψεως, Εὐρ. Μηδ. 1196· τὸ δ. ὁ αὐτ. Ι. Τ. 478. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως μανθάνων, βραδὺς ἐν τῷ μανθάνειν, νωθρός, Πλάτ. Πολ. 358Α, κτλ. ― Ἐπίρρ., δυσμαθῶς ἔχειν αὐτόθι 503D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
difficile à apprendre ou à reconnaître ; τὸ δυσμαθές EUR obscurité impénétrable.
Étymologie: δυσ-, μανθάνω.

Spanish (DGE)

(δυσμᾰθής) -ές
I 1difícil de entender τὰ πυθόκραντα A.A.1255
difícil de reconocer πλὴν τῷ τεκόντι κάρτα δ. ἰδεῖν de Creúsa abrasada, E.Med.1196
neutr. subst. τὸ δ. la incertidumbre ἡ γὰρ τύχη παρήγαγ' ἐς τὸ δ. E.IT 478.
2 esp. de pers. o del intelecto difícil de instruir, torpe ὡς ἄγροικος εἶ καὶ δ. Ar.Nu.646, cf. Pl.Lg.891a, Euthphr.9b, ἐγώ τις, ὡς ἔοικε, δ. Pl.R.358a, πᾶς ἄν μοι δοκεῖ ... συγχωρῆσαι ... καὶ ὁ δυσμαθέστατος Pl.Phd.79e, cf. Epin.978d, Ph.2.175, τὸ ... τῆς ψυχῆς κωφὸν καὶ δ. ... ποιεῖν convertir en necio y torpe lo que corresponde al alma Pl.Ti.88b, op. εὐμαθής Pl.R.486c, Ep.344a, δυσμαθεῖς ... καὶ αὐθάδεις Herm.Sim.9.22.1, τῶν ῥητορικῶν οἱ δυσμαθέστατοι Iul.Or.7.225b, de animales, Plu.2.992d
lento para aprender δυσμαθέστερον εἶναι καὶ ... ἐπιλησμονέστερον el hombre en la vejez, X.Ap.6, cf. Mem.4.8.8.
II adv. -ῶς con torpeza δ. ἔχειν ser torpe Pl.R.503d.

Greek Monolingual

-ές (Α δυσμαθής, -ές)
ο ανεπίδεκτος μαθήσεως
αρχ.
1. δυσνόητος
2. αυτός που δύσκολα αναγνωρίζεται
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσμαθές
η δυσμαθία.

Greek Monotonic

δυσμᾰθής: -ές (μανθάνω),
1. δύσκολος να μαθευτεί, δυσνόητος, σε Αισχύλ.· δ. ἰδεῖν, δύσκολος να αναγνωρισθεί εξ όψεως, σε Ευρ.· τὸ δυσμαθές, δυσκολία, δυσχέρεια στη γνώση, στον ίδ.
II. Ενεργ., βραδύς στη μάθηση, νωθρός, σε Πλάτ.· επίρρ., δυσμαθῶς ἔχειν, είμαι τέτοιος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δυσμᾰθής: 1) с трудом постигаемый, неудобопонятный (τὰ πυθόκραντα Aesch.): δ. ἰδεῖν Eur. неузнаваемый;
2) с трудом познающий, плохо понимающий Plat.