εὐτυχία

From LSJ
Revision as of 21:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτυχία Medium diacritics: εὐτυχία Low diacritics: ευτυχία Capitals: ΕΥΤΥΧΙΑ
Transliteration A: eutychía Transliteration B: eutychia Transliteration C: eftychia Beta Code: eu)tuxi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A good luck, success, Pi.O.6.81, Hdt.1.32, Th.7.77, etc.; τὴν ἀτυχίαν εἰς εὐ. αἰτοῦμαι μεταστῆναι Antipho 2.4.4; defined, Arist.Rh.1361b39; ἐπ' εὐτυχίᾳ, -ίαισιν, E.IT1490 (anap.), Ar.Ec.573 (lyr.); πολλῇ εὐ. χρῆσθαι Pl.Men.72a; κατά τινα θείαν εὐ. Id.Lg.798b; ἡ κατὰ πόλεμον εὐ. Th.1.120: pl., pieces of good luck, successes, Id.2.44.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτῠχία: (πρβλ. εὐτύχεια), ἡ, ὡς καί νῦν, καλὴ τύχη, ἐπιτυχία, εὐημερία, Πινδ. Ο. 6. 139, Ἡρόδ. 1. 32, Τραγ., κλ.· τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῦμαι μεταστῆναι Ἀντιφῶν 119, 34· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ εὐδαιμονία ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 1. 5, 17· ἐπ’ εὐτυχία Εὐρ. Ι. Τ. 1490, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 573· εὐτυχίᾳ χρῆσθαι Πλάτ. Μένων 72A· κατά τινα θείαν εὐτ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798B· ἡ κατὰ πόλεμον εὐτ. Θουκ. 1. 120· - ἐν τῷ πληθ., εὐτυχήματα, ἐπιτυχίαι, ὁ αὐτ. 2. 44.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
succès, bonheur ; αἱ εὐτυχίαι succès, prospérités.
Étymologie: εὐτυχής.

English (Slater)

εὐτῠχία
   1 success κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (O. 6.81) ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον (N. 1.10) φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 13.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐτυχία, Α ιων. τ. εὐτυχία, Μ και εὐτυχιά) ευτυχώ
το να είναι κάποιος ευτυχής, καλή τύχη, ευημερία, ευδαιμονία, επιτυχία του σκοπού (α. «ευτυχία να πιθυμάη και ποτέ να μη τήν δει», Σολωμ.
β. «τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῡμαι μεταστῆναι», Αντιφ.)
νεοελλ.
καλή μοίρα, καλό ριζικό
μσν.
πληθ. αἱ εὐτυχίαι
οι ηδονές
αρχ.
1. φρ. α) «εὐτυχίᾳ χρῶμαι» — είμαι τυχερός
β) «ἐξ εὐτυχίας» — ως επακόλουθο κάποιας ευτυχούς καταστάσεως
γ) «ἡ ἐν τῷ πολέμῳ εὐτυχία» — η πολεμική επιτυχία
2. πληθ. αἱ εὐτυχίαι
τα ευτυχήματα, τα ευτυχή γεγονότα, οι επιτυχίες.

Greek Monotonic

εὐτῠχία: ἡ, καλή τύχη, επιτυχία, ευημερία, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· εὐτυχίᾳ χρῆσθαι, σε Πλάτ.· στον πληθ., ευτυχήματα, επιτυχείς εκβάσεις, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτῠχία: ион. εὐτῠχίη ἡ тж. pl. счастье, преуспеяние, успех (ἡ κατὰ πόλεμον εὐ. Thuc.; πολλῇ εὐτυχίᾳ χρῆσθαι Plat.; οἱ ἐν εὐτυχίαις μεγάλαις ὄντες Arst.): ἐπ᾽ εὐτυχίᾳ Eur., Plat. и ἐπ᾽ εὐτυχίαισιν Arph. счастливо или на счастье, к счастью.