θίς
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
[ῑ], θῑνός : ὁ Il.23.693, Od.12.45, Ar.V.696, Phld. (v. infr.); ἡ S.Ant.591, Ph.1124, Arist.HA548b6, Call.Fr.126, D.H.3.44:—
A heap, πολὺς ὀστεόφιν θίς Od.12.45; θῖνες νεκρῶν A.Pers.818: metaph., θὶς πημάτων Lyc.812; esp. of sand-banks, θῖνες ψάμμου Hdt.3.26; ἄμμου, γῆς, Plu.Fab.6, Art.18; τοὺς ἐν ἄμμῳ θῖνας Phld.Piet.20; ἐν ταῖς θ. Arist.HA548b6, cf. 537a25; θῖνας καὶ ψάμμους Porph.Abst.4.21; of the sandy deserts of Libya, A.R.4.1384; Νασαμώνων αὔλια καὶ δολιχὰς θ. Call.Fr.126. 2 usu. in Hom., etc., beach, shore, freq. in oblique cases, παρὰ θῖνα . . θαλάσσης Il.1.34, cf. Od.6.236, etc.; παρὰ θῖν' ἁλὸς ἀτρυγέτοιο Il.1.316, cf. 350, etc.; alone, ἐπὶ θινί Od.7.290; παρὰ θῖνα 9.46; later θῖν' ἁλός Ar.V.1521 (parod.); πόντου S.Ph.1124 (lyr.); θαλάσσας E.Andr.109 (eleg.); θαλαττία D.H.3.44. b sand-bank, bar at the mouth of a river, Plb.4.41.6: pl., banks of a stream, D.S. 1.30. 3 sand or mud at the bottom of the sea, οἶδμα . . κυλίνδει βυσσόθεν κελαινὰν θῖνα S.Ant.591: metaph., ὥς μου τὸν θῖνα ταράττεις, i.e. trouble the very bottom of my heart, Ar.V.696, v. Sch. 4 shore-weed, θίν' ἐν φυκιόεντι Il.23.693, cf. Arist.HA598a5; θινὸς ὄζειν ib.620a15. II ἄκρης [πόλιος] θίς the temple that crowns the Acropolis, dub. in Call.Fr.anon.332.
French (Bailly abrégé)
θινός (ὁ ἡ)
I. tas, monceau, amas (d’ossements, de cadavres);
II. particul. amas de sable, d’ord.
1 sable sur le bord de la mer, dune;
2 sable à la surface de la mer, banc de sable;
3 sable au fond de la mer ; vase, limon;
4 sable d’un désert, tourbillons de sable, monticule de sable ; au pl. steppes.
Étymologie: cf. θείνω.
English (Autenrieth)
θῖνός: heap, Od. 12.45; then of the sandy shore, strand.
Greek Monotonic
θίς: [ῑ], θῑνός, ὁ και ἡ,
1. σωρός, στοίβα, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· στον πληθ., λέγεται για αμμώδεις σωρούς, αμμώδεις ακτές, σε Ηρόδ., κ.λπ.
2. παραλία, ακτή, όχθη, παρὰ θῖνα θαλάσσης, σε Ομήρ. Ιλ.· παρὰ θῖν' ἁλός, στο ίδ.· ομοίως, ἐπὶ θινί, σε Ομήρ. Οδ.
3. άμμος ή λάσπη στον πυθμένα της θάλασσας, οἶδμα κυλίνδει βυσσόθεν θῖνα, σε Σοφ.· μεταφ., τὸν θῖνά μου ταράττεις, ταράζεις τα μύχια της καρδιάς μου, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
θίς: θῑνός (ῑ) ὁ, реже ἡ
1) куча, груда (ὀστεόφιν Hom.; ψάμμου Her.);
2) тж. pl. куча песку, песчаный холм, тж. песчаный берег, песчаное взморье, прибрежные пески (θῖνες ἄνυδροι Plut.): παρὰ или ἐπὶ θῖνα θαλάσσης, ἐπὶ θῖν᾽ θαλάσσης, παρὰ θῖν᾽ или θῖν᾽ ἐφ᾽ ἁλός, тж. ἐπὶ или ἐν θινί и παρὰ θῖνα Hom. на песчаном взморье; πόντου θινὸς ἐφήμενος Soph. сидя на песчаном берегу моря; καθεύδουσι ἀποκρύψαντες ὑπὸ θῖνα ἑαυτοὺς Arst. (некоторые рыбы) спят, зарывшись в песок;
3) песчаное дно, морской ил: οἶδμα κυλίνδει βυσσόθεν θῖνα Soph. волна вздымает со дна песок; ὥς μου τὸν θῖνα ταράττεις! Arph. ты волнуешь меня до глубины души!;
4) морская водоросль (ὁ θ. ὁ μέλας φύεται πρὸς τῇ γῇ Arst.).