ἰόεις
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
[ῐ], εσα, εν, (ἴον)
A violet-coloured, dark, ἰόεντα σίδηρον Il.23.850, cf. Phoronis Fr.2, Q.S.6.48; ἰόεντα θάλασσαν Nic.Al.171. II ἰόεις, (ἰός B) poisonous, ἄκανθαι Androm. ap. Gal.14.38 [who makes ῐ short; cf. foreg.11].
German (Pape)
[Seite 1256] εσσα, εν, so heißt Il. 23, 850 das Eisen, τοξευτῇσι τίθει ἰόεντα σίδηρον, was auf die Farbe bezogen wird, = ἰοειδής, wie Nic. Al. 171 ἰόεντα θάλασσαν sagt, od. "rostig", od. "zu Pfeilen (ἰός) "tauglich" erklärt wird (εἰς ἰοὺς εὐθετοῦντα, εἰς βελῶν ἐργασίαν ἐπιτήδειον), wogegen die Kürze des ι spricht, wenn nicht per synizesin ἰόεντα dreisylbig wird, wie φοινικόεσσα, λωτεῦντα.
Greek (Liddell-Scott)
ἰόεις: εσσα, εν, (ἴον) ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἴου, μέλας, ἰόεντα σίδηρον Ἰλ. Ψ. 850· ἰόεντα θάλασσαν Νικ. Ἀλ. 171.
French (Bailly abrégé)
1ἰόεσσα, ἰόεν;
c. ἰοειδής¹.
Étymologie: ἴον.
English (Autenrieth)
εσσα (ϝίον) = ἰοειδής, of iron, Il. 23.850†.
Greek Monolingual
(I)
ἰόεις, -εσσα, -εν (Α) ίον
αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ιώδης, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.).———————— (II)
ἰόεις, -εσσα, -εν (Α) [ιός (III)]
ιοειδής (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός, («ἰόεσσαι ἄκανθαι», Γαλ.).
Greek Monotonic
ἰόεις: -εσσα[ῐ], -εν (ἴον), αυτός που έχει βιολετί χρώμα, μελανός, σκουρόχρωμος, σε Ομήρ. Ιλ.