ἰσόμαχος

From LSJ
Revision as of 22:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόμᾰχος Medium diacritics: ἰσόμαχος Low diacritics: ισόμαχος Capitals: ΙΣΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: isómachos Transliteration B: isomachos Transliteration C: isomachos Beta Code: i)so/maxos

English (LSJ)

ον,

   A equal in the fight, D.H.3.52; ἀρετή, κίνδυνος, D.S.16.12, 17.83: τισι Ant.Lib.14.2.

German (Pape)

[Seite 1265] in der Schlacht gleich, einander gewachsen, D. Hal. 3, 52; κίνδυνος, gleiche Gefahr, D. Sic. 17, 83.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόμαχος: -ον, ἴσος ἐν τῇ μάχῃ, ἰσοπαλής, Διον. Ἁλ. 3. 52, Διόδ. 17. 83· φάλαγξ ἰσ. Ξεν. Ἀγησ. 2, 9 (κατὰ τὸν Leuncl. ἀντὶ ἰσόμαλος· κ. ἀλλ.· ἰσόπαλος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
égal dans le combat.
Étymologie: ἴσος, μάχομαι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόμαχος, -ον)
ίσος στη μάχη, ισόπαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. πολύ-μαχος, πρωτό-μαχος].

Greek Monotonic

ἰσόμᾰχος: -ον (μάχομαι), ισάξιος στη μάχη, ισοπαλής, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόμᾰχος: 1) равный в бою, одинаково боеспособный (Xen. - v. l. ἰσόμαλος);
2) равный, одинаковый (κίνδυνος Diod.).