κλαμβός
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ή, όν,
A docked, cropped, ὦτα Hippiatr.14, cf.17.
German (Pape)
[Seite 1446] (κλάω?), verstümmelt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλαμβός: -ή, -όν, κολοβός, ἠκρωτηριασμένος, Ἱππιατρ. 54. 62.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mutilé.
Étymologie: DELG κλάω.
Greek Monolingual
κλαμβός, -ή, -όν (Μ)
ακρωτηριασμένος, κολοβωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κλάω / -ῶ, εμφανίζοντας κατάλ. -(μ)βός κατά τα σκαμβός, κολοβός. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και μεταγενέστερη φωνητική παραλλαγή του κράμβος.
Greek Monotonic
κλαμβός: -ή, -όν, κολοβός, ακρωτηριασμένος, σε Ιππιατρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: cocked, cropped (ὦτα, Hippiatr.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as κολοβός id., σκαμβός crooked etc. (Chantraine Formation 261, Schwyzer 496) from κλάω(?) (Pok. 547). (On Lith. klumbas limping, stumbling, OE lempi-healt limping, which Specht Ursprung 130f. connected wih κλαμβός, s. Fraenkel Wb. s. v. (to Lith. klùbti stumble) or Pok. 657 (to NEng. limp etc. (IE. *lemb-).) - A typically Pre-Greek word; cf. σκαμβός.