κρατευταί
English (LSJ)
ῶν, οἱ,
A stone or metal blocks on which a spit rests, Il.9.214, cf. Sch., Paus.Gr.Fr.236; μολύβδινοι κ. Eup.171, cf. IG22.1425.388 (written κραδευταί ib.1425.415, 1541.20). 2 in Archit., stones which support a pavement, ib.7.3073.105, al.(Lebad.). 3 leaden pigs of specified weight, IG12.371.13.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτευταί: -ῶν, οἱ, αἱ βάσεις, ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελοὶ τίθενται πρὸς ὄπτησιν, πάσσε δ’ ἁλὸς θείοιο, κρατευτάων ἐπαείρας, «τῶν βάσεων, ὅ ἐστι τῶν λίθων ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελίσκοι τίθενται ὀπτωμένων τῶν κρεῶν» Σχόλ., Ἰλ. Ι. 214, ἔνθα ἴδε Spitzn· μολύβδιναι κρ. Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 22: ― ὡσαύτως κρᾰτευτήριον, τό, ἢ κρατευτήρια, τά, Πολυδ. Ϛ΄, 89, Ι΄, 97.
French (Bailly abrégé)
ῶν (οἱ) :
sorte de chenets en pierre ou en fer pour soutenir la broche.
Étymologie: κρατέω.
English (Autenrieth)
explained by Aristarchus as head-stones, on which the spits were rested in roasting meat; cf. our ‘fire-dogs,’ ‘andirons.’ Possibly the shape was like the horns (κέρας) on the altar in cut No. 95. Il. 9.214†.
Greek Monotonic
κρᾰτευταί: -ῶν, οἱ, βάσεις ή σκελετός πάνω στον οποίο γυρνούσαν οι σούβλες, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρατευταί -ῶν, οἱ [~ κράτος?] stutten.