μύλαξ

From LSJ
Revision as of 00:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλαξ Medium diacritics: μύλαξ Low diacritics: μύλαξ Capitals: ΜΥΛΑΞ
Transliteration A: mýlax Transliteration B: mylax Transliteration C: mylaks Beta Code: mu/lac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ,

   A millstone, any large round stone, Il.12.161, AP9.418 (Antip.), 546 (Antiphil.), Opp.C.3.137.

German (Pape)

[Seite 217] ακος, ὁ, der Mühlstein, übh. ein großer runder Stein, κόρυθες βαλλόμεναι μυλάκεσσι, Il. 12, 161; Opp. Cyn. 3, 137; πῦρ ἐκ μυλάκων βεβιημένον, Antiphil. 44 (IX, 546).

Greek (Liddell-Scott)

μύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, (μύλη) μυλόπετρα, πᾶς μέγας καὶ στρογγύλος λίθος, Ἰλ. Μ. 161, Ἀνθ. Π. 9. 418, 546· ― ἐντεῦθεν μύλακροι, οἱ, οἱ γόμφιοι ὀδόντες, οἱ μυλῖται, Λατ. dentes molares, Ἡσύχ.· Λατ. molucrum, παρὰ τῷ Fest., μυλόπετρα.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
pierre meulière ; grosse pierre, roche.
Étymologie: μύλη.

English (Autenrieth)

ακος: mill-stone, then of any large round stone, pl., Il. 12.161†.

Greek Monolingual

μύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. μυλόπετρα
2. μεγάλη και στρογγυλή πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. λίθ-αξ)].

Greek Monotonic

μύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ (μύλη), Επικ. δοτ. πληθ. μυλάκεσσι, μυλόπετρα, μεγάλη στρογγυλή πέτρα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ мельничный камень, жернов, тж. (вообще) большой камень Hom., Anth.