παραγυμνόω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A lay bare at the side, expose, τι τῆς πλευρᾶς Arr. Tact.40.5, cf. D.C.49.6 (Pass.). 2 metaph., lay bare, disclose, τὸν πάντα λόγον Hdt.1.126, cf. 8.19, 9.44; τὸ βούλευμα Conon 50:—Pass., παρεγυμνώθη διότι . . Plb.1.80.9.
German (Pape)
[Seite 475] daneben oder an der Seite entblößen, Sp., wie D. Cass. 49, 6. – Gew. übertr., offenbar machen, erklären; λόγον, Her. 1, 126. 8, 19; ἔπος 9, 44; ἐπεὶ παρεγυμνώθη, διότι τὴν τιμωρίαν παραιτοῦνται, Pol. 1, 80, 9; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραγυμνόω: σχεδὸν γυμνώνω, ἐκθέτω, Δίων Κ. 49. 6. 2) μεταφορ., ἀπογυμνῶ, ἀποκαλύπτω, τὸν πάντα λόγον Ἡρόδ. 1. 126, πρβλ. 8. 19., 9. 44· τὴν ἀλήθειαν Κλήμ. Ἀλ. 63· παρεγυμνώθη διότι …, Πολύβ. 1. 80, 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραγυμνῶσαι· φανεροποιῆσαι».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
dévoiler, révéler, acc..
Étymologie: παρά, γυμνόω.
Greek Monotonic
παραγυμνόω: μέλ. -ώσω, ξαπλώνω γυμνός δίπλα από κάτι· μεταφ., απογυμνώνω, αποκαλύπτω, τὸν πάντα λόγον, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραγυμνόω [παράγυμνος] ontbloten; overdr. openbaren:. παρεγύμνου τὸν πάντα λογον hij onthulde het hele verhaal Hdt. 1.126.4.