πλάνησις
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
εως, ἡ,
A making to wander : dispersing, scattering, τῶν νεῶν Th.8.42. 2 metaph., misleading, S.E.M.7.394 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 624] ἡ, das in die Irre Treiben, Verschlagen, τῶν νεῶν, Thuc. 8, 42 u. Sp. Auch übertr., das Irremachen, Verführen.
Greek (Liddell-Scott)
πλάνησις: -εως, ἡ, διασκόρπισις, διασπορά, τῶν νεῶν Θουκ. 8. 42. 2) μεταφορ., ἀποπλάνησις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 394.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’égarer, de disperser.
Étymologie: πλανάω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ πλανώμαι
μτφ. αποπλάνηση, εξαπάτηση
αρχ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλανώ, η απομάκρυνση από την ευθεία, την ορθή οδό, περιπλάνηση
2. (κατ' επέκτ.) διασπορά, διασκόρπιση.
Greek Monotonic
πλάνησις: -εως, ἡ (πλανάω), περιπλάνηση, διασκόρπιση, τῶν νεῶν, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
πλάνησις: εως (ᾰ) ἡ
1) рассеяние или блуждание (π. τῶν νεῶν ἐν τῷ σκότει Thuc.);
2) заблуждение, ошибка Sext.