πλάνημα

From LSJ
Revision as of 06:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνημα Medium diacritics: πλάνημα Low diacritics: πλάνημα Capitals: ΠΛΑΝΗΜΑ
Transliteration A: plánēma Transliteration B: planēma Transliteration C: planima Beta Code: pla/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A wandering, A.Pr. 828; π. ψυχῆς S.OT727.

German (Pape)

[Seite 624] τό, 1) das Irren, der Irrgang; ψυχῆς πλάνημα καὶ ἀνακίνησις φρενῶν, Soph. O. R. 727; τέρμα σῶν πλανημάτων, Aesch. Prom. 830. – 2) übertr., der Irrthum, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλάνημα: [ᾰ], τό, πλάνη, περιπλάνησις, Αἰσχύλ. Πρ. 828· πλ. ψυχῇς Σοφ. Ο. Τ. 727.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action d’errer;
2 fig. égarement.
Étymologie: πλανάω.

Greek Monolingual

τὸ, Α πλανώμαι
(ποιητ. τ.)
1. περιπλάνηση («πρὸς αὐτό δ' εἶμι τέρμα σῶν πλανημάτων», Αισχύλ.)
2. μτφ. ανησυχία («ψυχῆς πλάνημα κἀνακίνησις φρενῶν», Σοφ.).

Greek Monotonic

πλάνημα: [ᾰ], -ατος, τό, περιπλάνηση, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πλάνημα: ατος (ᾰν) τό
1) блуждание, скитание Aesch.;
2) спутанность, смятение (ψυχῆς Soph.).