πολιορκέω

From LSJ
Revision as of 02:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῐορκέω Medium diacritics: πολιορκέω Low diacritics: πολιορκέω Capitals: ΠΟΛΙΟΡΚΕΩ
Transliteration A: poliorkéō Transliteration B: poliorkeō Transliteration C: poliorkeo Beta Code: poliorke/w

English (LSJ)

fut.

   A -ήσω X.Cyr.7.5.12:aor. -ησα Ar.Lys.281, Th.1.61, etc.:—Pass., fut. -ηθήσομαι X.HG4.8.5; in med. form -ήσομαι, Hdt. 5.34, 8.49, Th.3.109, X.HG7.5.18, Cyr.6.1.15: aor. ἐπολιορκήθην Isoc. 6.57: pf. πεπολιόρκημαι (ἐκ-) Th.7.75: (πόλις, ἕρκος):—besiege, Hdt. 1.17,154, Ar.V.685, Lys.281, etc.; οἱ πολιορκοῦντες the besiegers, opp. οἱ κατακεκλειμένοι, Isoc.6.40:—Pass., to be besieged, in a state of siege, Hdt.1.81, al.; ὑπό τινος ib.26; also of a fleet, to be blockaded, Isoc.4.142; of Scamander, to be blocked, dammed back, ὑπὸ Ἀχιλλέως Pl.Prt. 340a.    2 metaph., π. τῆς ψυχῆς τὸ φρόνημα Porph.Chr.28:—Pass., to be besieged, pestered, ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν -ούμενοι πολιορκίαν Pl.Alc. 2.142a, cf. R.453a, X.Mem.2.1.13, UPZ6.33 (ii B.C.); of a banker, π. περὶ ἀργυρίου PCair.Zen.62(a)4 (iii B.C.): in Medicine, to be blocked, Dsc.5.6.13.

German (Pape)

[Seite 655] (εἴργω. ἕρκος), fut. med. πολιορκήσομαι in passiver Bdtg Her. 5, 34. 8, 49; – eine Stadt einschließen, belagern; Ar. Vesp. 685; Her. 1, 26 u. A.; οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι, d. i. die Belagerung aushalten, Thuc. 3, 52; so auch πολιορκήσεται, 3, 109. Auch τὸ ναυτικὸν ὑπὸ τριήρων πολιορκεῖται, Isocr. 4, 142; u. übertr., ἵνα μὴ ἔρημα τὰ τοῦ ἑτέρου λόγου πολιορκῆται, Plat. Rep. V, 453 a, u. ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν, Alc. II, 142 a; vgl. Xen. Mem. 2, 1, 13. 17; τοῖς ἀναγκαίοις πολιορκεῖσθαι, Plut. Caes. 39.

Greek (Liddell-Scott)

πολῐορκέω: μέλλ. -ήσω, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 12· ἀόρ. ἐπολιόρκησα Ἀριστοφ. Λυσ. 281, Θουκ., κλπ.: ― Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -ήσομαι Ἡρόδ. 5. 34., 8. 49, Θουκ. 3. 109, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 18, Κύρ. 6. 1, 15 (ὥστε πιθ. ὁ παθ. τύπος ἐν τῷ μνημονευθέντι ἀνωτέρω χωρίῳ εἶναι σφάλμα τοῦ ἀντιγραφέως)· ― ἀόρ. ἐπολιορκήθην Ἰσοκρ. 127Ε· πρκμ. πεπολιόρκημαι (ἐκ-) Θουκ.· (πόλις, εἴργω, ἕρκος). Ὡς καὶ νῦν, περικλείω διὰ στρατευμάτων πόλιν, περιβάλλω, ζώνω αὐτὴν ὅπως τὴν ἀναγκάσω νὰ παραδοθῇ, Ἡρόδ. 1. 17. 154, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· ὡσαύτως παρ’ Ἀριστοφ. Σφ. 685, Λυσ. 281· οἱ πολιορκοῦντες ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ κατακεκλειμένοι Ἰσοκρ. 124Α. ― Παθ, πολιορκοῦμαι, διατελῶ ἐν καταστάσει πολιορκίας, Ἡρόδ. 1. 26, 81, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως ἐπὶ στόλου, περιεῖδε τὸ ναυτικόν… ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον Ἰσοκρ. 70Β˙ ἐπὶ τοῦ Σκαμάνδρου, ἀποφράττομαι, τὸν Σκάμανδρον πολιορκούμενον ὑπὸ τοῦ Ἀχιλλέως Πλάτ. Πρωτ. 340Α. 2) μεταφ., ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 2. 142Α, πρβλ. Πολ. 453Α, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. πολιορκήσω, ao. ἐπολιόρκησα, pf. inus.
1 assiéger une ville ; p. ext. investir, cerner, bloquer en gén.
2 fig. obséder, presser, tourmenter.
Étymologie: πόλις, ἕρκος.

Greek Monotonic

πολῐορκέω: μέλ. -ήσω — Παθ., Μέσ. μέλ. -ήσομαι (με Παθ. σημασία), αόρ. αʹ ἐπολιορκήθην, παρακ. πεπολιόρκημαι· (πόλις, εἴργω, ἕρκος
1. περικυκλώνω την πόλη, αποκλείω, πολιορκώ, περιβάλλω, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., είμαι πολιορκημένος, βρίσκομαι σε κατάσταση πολιορκίας, σε Ηρόδ.· λέγεται για το Σκάμανδρο, αποφράττομαι, σε Πλάτ.
2. μεταφ., πιέζομαι, βασανίζομαι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πολῐορκέω: (ион. impf. ἐπολιόρκεον)
1) осаждать, блокировать (τὴν Μίλητον Her.; ὑπὸ τριήρων πολιορκεῖσθαι Isocr.): οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι Thuc. не будучи в состоянии выдерживать (долее) осаду;
2) перен. осаждать, преследовать, мучить (ὑπὸ συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν Plat.).