ποτιστάζω

From LSJ
Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτιστάζω Medium diacritics: ποτιστάζω Low diacritics: ποτιστάζω Capitals: ΠΟΤΙΣΤΑΖΩ
Transliteration A: potistázō Transliteration B: potistazō Transliteration C: potistazo Beta Code: potista/zw

English (LSJ)

Dor. for προσστάζω, Pi.O.6.76, P.4.137.

German (Pape)

[Seite 690] dor. statt προσστάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιστάζω: Δωρ. ἀντὶ προσστάζω, Πινδ. Ο. 6. 126, Π. 4. 243.

French (Bailly abrégé)

faire tomber goutte à goutte, distiller.
Étymologie: ποτί, στάζω.

English (Slater)

ποτιστάζω
   1 distil met. οἷς ποτε πρώτοις ἐλαυνόντεσσιν ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (vv. ll. ποτιστάζει, -στάξει) (O. 6.76) πραὺν δ' Ἰάσων μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον (P. 4.137)

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσστάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + στάζω.

Greek Monotonic

ποτιστάζω: Δωρ. αντί προσ-στάζω.

Russian (Dvoretsky)

ποτιστάζω: дор. Pind. = * προσστάζω.