προμαντεία
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
English (LSJ)
Ion. προμαντ-ηΐη (also Delph. προμαντηΐα SIG292.2 (iv B.C.)), ἡ,
A right of consulting an oracle (freq. of the Delphic oracle) first, Hdt.1.54, D.9.32, 19.327; Δελφοὶ ἀπέδωκαν ναξίοις τὰν προμαντηΐαν SIG l.c., etc.
German (Pape)
[Seite 733] ἡ, ion. προμαντηΐη, das Vorrecht, das delphische Orakel zuerst unter allen Griechen zu befragen, Her. 1, 54; ἔχει τὴν προμαντείαν τοῦ θεοῦ, Dem. 9, 32; Plut. u. a. Sp., auch = Folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
προμαντεία: Ἰων. -ηίη, τὸ δικαίωμα τοῦ νὰ ἐρωτᾳ τις πρῶτος τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον, Ἡρόδ. 1. 54, Δημ. 119. 17., 446. 13· συχνάκις ἐν Δελφικαῖς ἐπιγραφαῖς, Δελφοὶ ἔδωκαν Φιλίππῳ... προμαντείαν κτλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1691, πρβλ. -92, -93. ― Κατὰ Φώτ.: «προμαντεία: τὸ πρὸ τῶν ἄλλων ἁπάντων χρῆσθαι τῷ ἐν Δελφοῖς μαντείῳ· ἦν δὲ προεδρία τὸ αὐτό» ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 424.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
promantie, droit de consulter le premier l’oracle (de Delphes).
Étymologie: προμαντεύω.
Greek Monolingual
και ιων. τ. προμαντηΐη και δελφ. τ. προμαντηΐα, ἡ, Α προμαντεύω
το δικαίωμα του να ρωτά κανείς το μαντείο πρώτος («Δελφοὶ ἀπέδωκαν Ναξίοις τὰν προμαντηΐαν», επιγρ.).
Greek Monotonic
προμαντεία: Ιων. -ηΐη, ἡ, το δικαίωμα να συμβουλεύεται κανείς πρώτος το μαντείο των Δελφών, σε Ηρόδ., Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμαντεία -ας, ἡ, Ion. προμαντηΐη [προμαντεύω] promanteia (recht om als eerste het orakel te raadplegen).