ῥυστάζω

From LSJ
Revision as of 13:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥυστάζω Medium diacritics: ῥυστάζω Low diacritics: ρυστάζω Capitals: ΡΥΣΤΑΖΩ
Transliteration A: rhystázō Transliteration B: rhystazō Transliteration C: rystazo Beta Code: r(usta/zw

English (LSJ)

Frequentat. of ἐρύω (A),

   A drag about, πολλὰ ῥυστάζεσκεν . . περὶ σῆμα he dragged it many times round the grave of Patroclus, Il.24.755; δμῳὰς . . ῥυστάζοντας ἀεικελίως κατὰ δώματα Od.16.109; cf. sq.

German (Pape)

[Seite 853] frequentat. von ῥυω, ἐρύω, wiederholt ziehen, reißen, hin- und herzerren, wegreißen, schleppen, schleifen; πολλὰ ῥυστάζεσκε περὶ σῆμα, vielmals schleifte er die Leiche des Hektor um das Grabmal, indem er sie an seinem Wagen gebunden fortzog, Il. 24, 755; δμωὰς ἀεικελίως ῥυστάζειν κατὰ δώματα, Od. 16, 109. 20, 319, übh. mißhandeln.

Greek (Liddell-Scott)

ῥυστάζω: θαμιστ. τοῦ ῥυῶ, ἐρύω, ἕλκω, σύρῳ τῄδε κἀκεῖσε περιφέρω βιαίως, πολλὰ ῥυστάζεσκεν… περὶ σῆμα, ἔσυρε πολλάκις περὶ τὸν τάφον τοῦ Πατρόκλου, Ἰλ. Ω. 755· ὀμωὰς ῥυστάζοντας ἀεικελίως κατὰ δώματα, «ἕλκοντας, βιαζομένους» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 109, Υ. 319· πρβλ. τὸ ἑπόμ.· - περὶ τοῦ τύπου πρβλ. τὰ ἑλκυστάζω, ῥυπτάζω.

French (Bailly abrégé)

traîner çà et là pour outrager ou maltraiter.
Étymologie: fréquent. de ῥύομαι.

English (Autenrieth)

(ἐρύω), ipf. iter. ῥυστάζεσκεν: drag about, maltreat, Od. 16.109.

Greek Monolingual

Α
(θαμ. του ῥύομαι [ΙΙ]) σύρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί, περιφέρω με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό παράγωγο < θ. ῥυ- του ἐρύω (Ι) «τραβώ, σύρω», που εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. ῥυσ-τήρ)].

Greek Monotonic

ῥυστάζω: θαμιστικό του *ρύω = ἐρύω, σύρω πέρα δώθε, περιφέρω βιαίως, τραβολογώ· πολλὰῥυστάζεσκεν (γʹ ενικ. Ιων. παρατ.) περὶ σῆμα, (το) έσυρε πολλές φορές γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου, σε Ομήρ. Ιλ.· δμῳὰς ῥυστάζοντας κατὰ δώματα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ῥυστάζω: [frequ. к ἐρύω
1) (долго) волочить (по земле), таскать (περὶ σῆμα Πατρόκλου, sc. Ἓκτορα Hom.);
2) обижать, мучить (δμωάς τε γυναῖκας Hom.).