τολύπη

From LSJ
Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολύπη Medium diacritics: τολύπη Low diacritics: τολύπη Capitals: ΤΟΛΥΠΗ
Transliteration A: tolýpē Transliteration B: tolypē Transliteration C: tolypi Beta Code: tolu/ph

English (LSJ)

ἡ,

   A clew, ball of wool ready for spinning, or of spun yarn, S.Fr.1102, Ar.Lys.586 (anap.), AP6.160 (Antip. Sid.), 247 (Phil.), Dsc.5.75, Arr.Ind.7.3, Hsch., Eust.1336.18, 1414.26.    II ball of anything, τῶν πράσων Eub.42.3.    2 globular cake, Ath.3.114f, 4.140a, Hsch.    3 a kind of gourd, pumpkin, = κολόκυνθα ἀγρία, LXX 4 Ki.4.39, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1127] ἡ, ein Knäuel zusammengewickelter, gekrempelter, zum Spinnen bereiteter Wolle, glomus; auch der Faden, Zwirn, Garn; Soph. frg. 920, ὠνόμασε τὰς ταινίας ὁλοστήμονας τολύπας, bei Poll. 7, 32; vgl. Ar. Lys. 585; Antp. Sid. 26 (VI, 160); Philp. 18 (VI, 247). – Wegen der Aehnlichkeit ein kugelförmiger Kuchen, Ath. III, 114 f, vgl. Eubul. ib. 571 f; auch eine runde Kürbißart.

Greek (Liddell-Scott)

τολύπη: [ῠ], κατειργασμένον ἔριον σχηματισθὲν εἰς ὄγκον καὶ ἕτοιμον πρὸς νῆσιν, κοινῶς «τουλοῦπα», Λατ. glomus, Σοφ. Ἀποσπ. 920, Ἀριστοφ. Λυσ. 586, Ἀνθ. Π. 6. 160., 6. 247, Ἀρρ., κλπ. ΙΙ. ὄγκος σφαιροειδὴς ἐξ οἱουδήποτε πράγματος, τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας, ἐπὶ τῶν μὴ κοσμίως δειπνούντων, Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4. 2) μᾶζα ἔχουσα σχῆμα τολύπης, Ἀθήν. 114F, 140Α, Κλήμ. Ἀλ. 19, Ἡσύχ. 3) εἶδος στρογγύλης κολοκύνθης ἐχούσης σχῆμα τολύπης, «ἀγριοκολοκύντη» (Φωτ.), Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Δ΄, 39). (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ ΤΑΛ, *τλάω, ἐπὶ τῆς σημασίας ἔργου τελειωθέντος, μετὰ προσθήκης τοῦ π). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τολύπη· τὰ προφυράματα τῶν μαζῶν, ἃ καὶ βήρακας καλοῦσιν. καὶ ἀγαθίδιον στήμονος, ἢ ῥοδάνης».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
peloton de laine enroulée autour de la quenouille, laine prête à être filée.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym., pê apparenté à τύλος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τουλούπα Ν
1. τούφα από κατεργασμένο μαλλί ή βαμβάκι, έτοιμο για γνέσιμο
2. (κατ' επέκτ.) καθετί που μοιάζει με τολύπη, που έχει σχήμα τολύπης (α. «τολύπη χιονιού» β. «τολύπη καπνού» γ. «τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας», Αθήν.)
αρχ.
είδος του φυτού κολοκύνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται από τη λ. τύλος «κάλος, εξόγκωμα» μέσω ενός τ. τυλύπη με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ο-. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. τυλίσσω.

Greek Monotonic

τολύπη: [ῠ], ἡ, κουβάρι από κατειργασμένο μαλλί, Λατ. glomus, σε Αριστοφ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

τολύπη: (ῠ) ἡ клубок, моток шерсти Soph., Arph., Anth.