ὑδροποτέω
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
A drink water, Hdt.1.71, X.Cyr.6.2.26, Pl.R.561c, Ephor.(?) in PLit.Lond.114, 1 Ep.Ti.5.23, Sor.1.117, Arr.Epict.3.13.21.—ὑδροπωτέω is the more correct form acc. to Ammon. Diff.p.111 V.
German (Pape)
[Seite 1174] Wasser trinken, als Ggstz von οἴνῳ διαχρήσασθαι, Her. 1, 71; Xen. Cyr. 6, 2, 26; Plat. Rep. VIII, 561 e; Folgde; Lucill. 102 (XI, 309).
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροποτέω: πίνω ὕδωρ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἴνῳ χρῆσθαι, Ἡρόδ. 1. 71, Ξεν. Κύρ. 6, 2, 26, Πλάτ. Πολ. 561C, κλπ. -Κατὰ τοὺς γραμματ. (ἴδε Ἀμμών. σ. 114, Μοῖριν 380), ὑδροπωτέω εἶναι ὀρθότερος τύπος, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 456. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 264.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ne boire que de l’eau.
Étymologie: ὑδροπότης.
English (Strong)
from a compound of ὕδωρ and a derivative of πίνω; to be a water-drinker, i.e. to abstain from vinous beverages: drink water.
English (Thayer)
ὑδροπότω; (ὑδροπότης); to drink water, (be a drinker of water; Winer's Grammar, 498 (464)): Herodotus 1,71; Xenophon, Plato, Lucian, Athen., others; Aelian v. h. 2,38.)
Greek Monotonic
ὑδροποτέω: μέλ. -ήσω, πίνω νερό, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὑδροποτέω: пить (одну лишь) воду Her., Xen., Plat.