ὠμότης
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A rawness, crudeness, opp. πέπανσις Arist.Mete. 380b4. 2 indigestion, crudity, Thphr.Lass.4, D.S.10.7: pl., ὠμότησιν ἁλίσκεται Plu.2.661b, cf. Dsc.3.1. II metaph., savagery, fierceness, cruelty, S.Inach. in PTeb.692 iv 15, E.Ion47, X.Cyr.4.5.19, Isoc.4.112, 11.32, D.21.109, etc.; ἴσον λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠ. Men. Mon.267; εἴς τινας LXX 2 Ma.12.5; ὠ. κατά τινος Luc.Phal.1.6: pl., Id.VH1.3, J.BJ7.8.1.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμότης: -ητος, ἡ, ὠμὴ κατάστασις, μάλιστα ἐπὶ ἀώρων καρπῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 4. Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 4. 2) ἀπεψία, ἐν τῷ πληθ., ὠμότησιν ἀλίσκεται Πλούτ. 2. 661Β, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα Διοσκ. 3. 1. ΙΙ. μεταφορ., ἀγριότης, σκληρότης, ἀπηνότης, 47, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 5, 19, Ἰσοκρ. 64Α, 227Α, Δημ. κλπ.· ἴσον λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠ. Μένανδρ, ἐν Μονοστίχ. 267· ὠμ. κατά τινος Λουκ. Φάλ. 1. 6· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 3.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 crudité (d’un aliment);
2 dureté, cruauté, inhumanité.
Étymologie: ὠμός.
Greek Monotonic
ὠμότης: -ητος, ἡ (ὠμός), ωμή κατάσταση· μεταφ., αγριότητα, σκληρότητα, βία, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὠμότης: ητος ἡ реже pl.
1) досл. сырое состояние, перен. неспелость, незрелость Arst.;
2) несварение: ὠμότησιν ἁλίσκεσθαι Plut. болеть расстройством пищеварения;
3) дикость, грубость, суровость, жестокость Eur. etc.