ἀναξιφόρμιγξ

From LSJ
Revision as of 13:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναξιφόρμιγξ Medium diacritics: ἀναξιφόρμιγξ Low diacritics: αναξιφόρμιγξ Capitals: ΑΝΑΞΙΦΟΡΜΙΓΞ
Transliteration A: anaxiphórminx Transliteration B: anaxiphorminx Transliteration C: anaksiformigks Beta Code: a)nacifo/rmigc

English (LSJ)

ιγγος, ὁ, ἡ,

   A ruling the lyre, ἀναξιφόρμιγγες ὕμνοι Pi. O.2.1.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ, ἡ)
roi de la lyre ; LSJ dirigé par la lyre.
Étymologie: ἄναξ, φόρμιγξ.

English (Slater)

ἀναξῐφόρμιγξ
   1 ruling the lyre ἀναξιφόρμιγγες ὕμνοι (O. 2.1)

Spanish (DGE)

-ιγγος

• Prosodia: [ᾰ-]
que señorea la lira ὕμνοί Pi.O.2.1, ἀ[ναξιφόρ] μιγγος Οὐρ[αν] ίας B.4.7.

Greek Monolingual

ἀναξιφόρμιγξ (-ιγγος), ο, η (Α)
(για ύμνους) αυτός που κατευθύνει το παίξιμο της φόρμιγγος, της λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + φόρμιγξ.

Greek Monotonic

ἀναξιφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που άρχεται από τη φόρμιγγα ή τη λύρα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναξιφόρμιγξ: ιγγος adj. направляемый формингой, т. е. исполняемый в сопровождении форминги (ὕμνοι Pind.).

Middle Liddell

ruled by the lyre, Pind.