ὁμοιωτικός

From LSJ
Revision as of 13:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιωτικός Medium diacritics: ὁμοιωτικός Low diacritics: ομοιωτικός Capitals: ΟΜΟΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: homoiōtikós Transliteration B: homoiōtikos Transliteration C: omoiotikos Beta Code: o(moiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A assimilative, Gal.Nat.Fac.1.12.    2 by means of resemblance, on the basis of analogy, μετάβασις S.E.M.11.250 : Subst., ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of likening or copying, Poll.7.126. Adv. -κῶς S.E.M.3.40, etc.    3 Pythag. epith. of odd numbers and square numbers (cf. ὅμοιος A. 111.2), Theol.Ar.57.

German (Pape)

[Seite 337] zum Aehnlichmachen, Abbilden gehörig, geschickt, Sp. Bei Poll. 7, 126 τέχνη ζώων ὁμοιωτική. – Auch adv., Sext. Emp. adv. geom. 40.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ ὁμοιοῦν, εἰς τὴν ὁμοίωσιν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 250· οὐσιαστ., ἡ ὁμοιωτική (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ποιεῖν τι ὅμοιον πρὸς ἕτερον ἢ ἀντιγράφειν τι, Πολυδ. Ζ΄, 126. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 40, κτλ.

Greek Monolingual

ὁμοιωτικός, -ή, -όν (Α) ομοιώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιότητα ή στην ομοίωση
2. αυτός που μπορεί να καταστεί όμοιος
3. αυτός που κατασκευάζει κάτι όμοιο με κάτι άλλο, ζωγράφος ή αγαλματοποιός
4. αλληγορικός
5. μαθημ. ονομασία τών περιττών και τετράγωνων αριθμών, σε αντιδιαστολή με τους άρτιους, που λέγονται ανόμοιοι
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁμοιωτική
(ενν. τέχνη) η τέχνη της κατασκευής ομοίων, η τέχνη της αντιγραφής.
επίρρ...
ὁμοιωτικῶς (Α)
με ομοιωτικό τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιωτικός: делающий похожим, уподобляющий (μετάβασις Sext.).