ἠρεμέω

From LSJ
Revision as of 23:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠρεμέω Medium diacritics: ἠρεμέω Low diacritics: ηρεμέω Capitals: ΗΡΕΜΕΩ
Transliteration A: ēreméō Transliteration B: ēremeō Transliteration C: iremeo Beta Code: h)reme/w

English (LSJ)

hyperdor. ἀρεμ- Ti.Locr.95d:—

   A to be still, keep quiet, be at rest, opp. κινέομαι, Hp.Fract.6, Arist.Ph.238b23,al., Aristox.Harm. p.12 M.; τὸ ἠρεμοῦν, opp. τὸ κινούμενον, Pythag. ap. Arist.Metaph. 986a24; of the object of knowledge, Pl.Phd.96b, Arist.APo.100a6; ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντες διαμένειν X.Ages.7.3; acquiesce in a verdict, Pl.Lg.956d; ἠ. τῇ διανοίᾳ Arr.Epict.2.21.22: acc. to Stoics, only of animate beings, Stoic.2.161.    2 to be unmoved, remain fixed, μόνος οὗτος ἠ. ὁ λόγος Pl.Grg.527b, cf. Lg.891a.    3 c. inf., refrain from doing... Luc.Jud.Voc.4 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1175] (s. ἠρέμα), still, ruhig sein; Xen. Equ. 7, 8 vom Pferde; ἀρεμέωσα καὶ κινωμένα Tim. Locr. 95 d; ἐὰν ὁ διώκων μὴ ἠρεμῇ Plat. Legg. XII, 956 d; feststehen, bleiben, ἐν τοσούτοις λόγοις τῶν ἄλλων ἐλεγχομένων μόνος οὗτος ἠρεμεῖ ὁ λόγος Gorg. 527 b; ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντας διαμένειν Xen. Ag. 7, 3; Sp.; ἠρεμητέον, man muß sich ruhig verhalten, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἠρεμέω: Δωρ. ἀρεμέω, Τίμ. Λοκρ. 95D· - εἶμαι ἥσυχος, ἡσυχάζω, ἀναπαύομαι, ἀντίθ. κινέομαι, Ἱππ. Ἀγμ. 755, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 6. 8, 8., 8. 1, 3, κ. ἀλλ.· ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντες διαμένειν Ξεν. Ἀγησ. 7, 3, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 891Α, 956D· ἠρ. τῇ διανοίᾳ Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 21, 22· - ἠρεμητέον, ῥημ. ἐπίθ., Φίλων 1. 89. 2) εἶμαι ἀκίνητος, διαμένω ἀκίνητος, ἀσάλευτος, ἀμετάβλητος, μόνος οὗτος ἠρ. ὁ λόγος Πλάτ. Γοργ. 527Β· τὸ ἠρεμεῖν ὁ αὐτ. Φαίδ. 96Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être calme, tranquille.
Étymologie: ἠρεμής.

Greek Monotonic

ἠρεμέω: μέλ. -ήσω, παραμένω ήσυχος, είμαι αδρανής, στέκομαι ατάραχος, σε Ξεν., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἠρεμέω: дор. ἀρεμέω
1) оставаться в покое, покоиться, находиться в состоянии покоя (τὰ δὲ ἠρεμεῖ τῶ ὄντων, τὰ δὲ κινεῖται Arst.): τὸ ἠρεμεῖν Plat., Arst. состояние покоя;
2) быть спокойным: ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντες διαμένειν Xen. нерушимо хранить свои законы; ἐὰν ὁ διώκων μὴ ἠρεμῇ Plat. если (проигравший дело) истец не успокоится (на этом); μόνος οὗτος ἠρεμεῖ ὁ λόγος Plat. остается незыблемым лишь это положение; ἠ. ἐν ἡδοναῖς Plut. постоянно предаваться наслаждениям.

Middle Liddell

ἠρεμέω, fut. -ήσω
to keep quiet, be at rest, Xen., Plat.