Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νυκτερείσιος

From LSJ
Revision as of 13:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερείσιος Medium diacritics: νυκτερείσιος Low diacritics: νυκτερείσιος Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΙΣΙΟΣ
Transliteration A: nyktereísios Transliteration B: nyktereisios Transliteration C: nyktereisios Beta Code: nukterei/sios

English (LSJ)

ον, (νύξ, ἐρείδω) Com. Adj. formed    A like νυκτερήσιος, sens. obsc., ἔργα Ar.Th.204.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερείσιος: ἐσφαλ. γραφὴ ἀντὶ νυκτερήσιος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

νυκτερείσιος, -ον (Α)
(κωμική λ.) (πιθ. εσφ. γρφ.) αντί νυκτερήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από το νυκτερήσιος με παρετυμολογική επίδραση του ρ. ἐρείδω χάριν λογοπαιγνίου. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστοφάνη].

Russian (Dvoretsky)

νυκτερείσιος: (игра слов, по созвучию с ἐρείδω Arph.) = νυκτερήσιος.