ἄναλος
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ον, (ἅλς A)
A without salt, not salted, Arist.Pr.927a35, Gal. 10.401. 2 of salt itself, salt which is no salt, Ev. Marc.9.50.
German (Pape)
[Seite 196] ungesalzen, ἄρτοι Arist. probl. 21, 5; Plut.; nicht salzend, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνᾰλος: -ον, (ἅλς), ὁ ἄνευ ἅλατος, ὁ ἀνάλατος, Ἀριστ. Προβλ. 21. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans sel, non salé.
Étymologie: ἀ, ἅλς².
Spanish (DGE)
-ον
sin sal, soso, ἄρτος Arist.Pr.927a35, cf. Plu.2.684f, τὸ ῥόδινον ... καὶ τοὔλαιον Gal.10.401, ἐὰν δὲ τὸ ἅλας ἄναλον γένηται Eu.Marc.9.50.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and ἅλς; saltless, i.e. insipid: X lose saltness.
English (Thayer)
ἄναλον (ἅλς salt), saltless, unsalted (ἄρτοι ἀναλοι, Aristotle, probl. 21,5, 1; ἄρτος ἄναλος, Plutarch, symp. 5: quaest. 10 § 1): ἅλας ἄναλον salt destitute of pungency, Mark 9:50.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄναλος, -ον) ἅλς αυτός που δεν περιέχει αλάτι, ανάλατος, αναλάτιστος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει χάρη ή νοστιμιά, άχαρος, «ανάλατος».
Russian (Dvoretsky)
ἄνᾰλος:
1) несоленый, приготовленный без соли (ἄρτος Arst., Plut.);
2) утративший соленость (τὸ ἅλας NT).