μεμψίμοιρος
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
English (LSJ)
ον,
A faultfinding, criticizing, querulous, Isoc. 12.8, Thphr.Char.17.2, Phld.Lib.p.42 O., Ep.Jud.16, Luc.Tim.13, etc.; τὸ μ. Plu.2.50b: Comp., γυνὴ ἀνδρὸς -ότερον Arist.HA608b10.
German (Pape)
[Seite 130] der über sein Schicksal klagt, mit seinem Loose nicht zufrieden ist, der immer klagt, verdrießlich ist; vom Alter Isocr. 12, 8 δυσάρεστον, μικρολόγον, μεμψίμοιρον, ὥςτε πολλάκις ἤδη τὴν φύσιν τὴν ἐμαυτοῦ κατεμεμψάμην; Sp. oft, wie Luc. bis accus. 2 Tim. 13. Eine Comödie des Antidotus hieß ἡ μ., Ath. XIV, 656 e. – Adv., Poll. 3, 139.
Greek (Liddell-Scott)
μεμψίμοιρος: -ον, ὁ μεμφόμενος τὴν μοῖράν του, «παραπονιάρης», Ἰσοκρ. 234C, Λουκ. Τίμ. 13, κτλ.· συγκρ. -ότερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεμψίμοιρος· μεμφόμενος τὸ ἀγαθόν· ἢ φιλεγκλήμων, ἢ φιλαίτιος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se plaint de son sort.
Étymologie: μέμφομαι, μοῖρα.
English (Strong)
from a presumed derivative of μέμφομαι and moira (fate; akin to the base of μέρος); blaming fate, i.e. querulous (discontented): complainer.
English (Thayer)
μεμψιμοιρον (μέμφομαι, and μοῖρα fate, lot), complaining of one's lot, querulous, discontented: Isocrates, p. 234c. (p. 387, Lange edition); Aristotle, h. a. 9,1 (p. 608b, 10); Theophrastus, char. 17,1; Lucian, dial. deor. 20,4; Plutarch, de ira cohib. c. 13.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μεμψίμοιρος, -ον)
αυτός που παραπονείται κατά της μοίρας του, παραπονιάρης, γκρινιάρης («οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι», ΚΔ)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεμψίμοιρον
η μεμψιμοιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμψι- (< μέμφομαι, πρβλ. μέμφις) + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακόμοιρος, σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος].
Greek Monotonic
μεμψίμοιρος: -ον (μοῖρα), αυτός που παραπονιέται για τη μοίρα του, που δεν είναι ικανοποιημένος με τίποτε, παραπονιάρης, σε Ισοκρ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μεμψίμοιρος: (ψῐ) жалующийся на свою судьбу, недовольный Isocr., Arst., Luc., NT.
Middle Liddell
μεμψί-μοιρος, ον μοῖρα
complaining of one's fate, repining, querulous, Isocr., Luc.