παστήρια

From LSJ
Revision as of 01:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παστήρια Medium diacritics: παστήρια Low diacritics: παστήρια Capitals: ΠΑΣΤΗΡΙΑ
Transliteration A: pastḗria Transliteration B: pastēria Transliteration C: pastiria Beta Code: pasth/ria

English (LSJ)

τά,

   A feast on sacrificial meats, prob. in E.El.835 (παστηρίαν codd.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 532] τά, erkl. Hesych. σπλάγχνα, ἐντόσθια.

Greek (Liddell-Scott)

παστήρια: «σπλάγχνα. τὰ ἐντόσθια. κοιλία» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὰ, Α
1. ευωχία με το κρέας της θυσίας
2. (κατά τον Ησύχ.) «σπλάγχνα
τὰ ἐντόσθια
κοιλία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασ- του πατέομαι «γεύομαι, τρώω» (πρβλ. μέλλ. πάσομαι) + επίθημα -τήριον (πρβλ. τελεσ-τήριον)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παστήρια -ων, τά ingewanden (van offerdier).

Russian (Dvoretsky)

παστήρια: τά культ. внутренности (жертвенного животного) Eur.