κραδάω
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
A = κραδαίνω, only in part., κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος Il.7.213, Od.19.438; ὀξὺ δόρυ κραδάων Il.13.583, 20.423. II of trees, suffer from blight (κράδη 11), Thphr.HP4.14.4. (Cf. Skt. kū´rdati 'leap', Lat. cardo 'that which turns, pivot'.)
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰδάω: ὡς τὸ κραδαίνω, ἀλλὰ μόνον κατὰ μετοχ., κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος Ἰλ. Η. 213, Ὀδ. Τ. 438· ὀξὺ δόρυ κραδάων Ἰλ. Ν. 583, Υ. 483. ΙΙ. ἐπὶ δένδρων, πάσχω ἐκ τῆς φθοροποιοῦ νόσου κράδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14. 4. (Ἐκ τῆς √ΚΡΑΔ παράγονται ὡσαύτως τὰ κράδη, κραδαίνω· πρβλ. Σανσκρ. kurd (saltus)· Λατ. card-o (Οὐεργιλ. Αἰν. 1. 572)· Ἀρχ. Γερμ. hrad (agilis).)
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. part. prés;
c. κραδαίνω.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
κρᾰδάω: κουνώ, ταρακουνώ, μόνο στη μτχ., κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραδάω [κράδη?] zwaaien (met wapens).
Russian (Dvoretsky)
κρᾰδάω: (только part. praes. κραδάων) потрясать, трясти (ἔγχος, δόρυ Hom.).