παλιλλογία
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ἡ,
A recapitulation, Arist.Rh.Al.1433b29: pl., ib. 1428a8. 2 equivocation, Thphr.Char.1.7 (pl.).
German (Pape)
[Seite 448] ἡ, das Wiederholen des Gesagten, Rhett. – Auch das Widerrufen des Gesagten, der Widerspruch, Theophr. char. 2.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιλλογία: ἡ, ἀνακεφαλαίωσις, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 21, 1· πληθ., αὐτόθι 7, 3. 2) ἄρνησις τῶν λεχθέντων, παλινῳδία, Θεοφρ. Χαρακτ. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 récapitulation;
2 rétractation.
Étymologie: πάλιν, λέγω² et λέγω³.
Greek Monolingual
η (ΑΜ παλιλλογία) παλιλλογώ
νεοελλ.
η συχνή και ανιαρή επανάληψη τών ίδιων λόγων, αναμάσημα, ταυτολογία
μσν.-αρχ.
άρνηση τών λεχθέντων, αναίρεση
αρχ.
ανακεφαλαίωση.
Greek Monotonic
πᾰλιλλογία: ἡ,
I. ανακεφαλαίωση, σε Αριστ.
II. ανάκληση των λεγομένων, παλινωδία, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιλλογία -ας, ἡ [παλιλλογέω] recapitulatie. dubbelzinnigheid. Thphr. Char. 1.7.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιλλογία: ἡ повторение, пересказ Arst.