δυσχλαινία

From LSJ
Revision as of 21:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχλαινία Medium diacritics: δυσχλαινία Low diacritics: δυσχλαινία Capitals: ΔΥΣΧΛΑΙΝΙΑ
Transliteration A: dyschlainía Transliteration B: dyschlainia Transliteration C: dyschlainia Beta Code: dusxlaini/a

English (LSJ)

ἡ,

   A mean or shabby clothing, E.Hec.240: in pl., τὰς ἐμὰς δυσχλαινίας Id.Hel.416.

German (Pape)

[Seite 691] ἡ. schlechte Kleidung, Eur. Hec. 240; plur., Hel. 423. Von δύσχλαινος, schlecht gekleidet?

Greek (Liddell-Scott)

δυσχλαινία: ἡ, πενιχρά, εὐτελής περιβολή, ἐνδυμασία, Εὐρ. Ἑκ. 240· ἐν τῷ πληθ., τὰς ἐμὰς δυσχλαινίας ὁ αὐτ. Ἑλ. 416.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvais manteau, guenille, haillons.
Étymologie: δυσ-, χλαῖνα.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
vestido andrajoso δυσχλαινίᾳ τ' ἄμορφος de Odiseo, E.Hec.240, cf. Hel.416.

Greek Monolingual

δυσχλαινία, η (Α)
φτωχική ενδυμασία.

Greek Monotonic

δυσχλαινία: ἡ (χλαῖνα), ευτελής περιβολή, ενδυμασία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δυσχλαινία: ἡ тж. pl. плохая одежда, рубище Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσχλαινία -ας, ἡ [δυσ-, χλαῖνα] (het dragen van een) armoedige mantel.

Middle Liddell

δυσ-χλαινία, ἡ, χλαῖνα
mean clothing, Eur.