σύνηβος

From LSJ
Revision as of 04:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνηβος Medium diacritics: σύνηβος Low diacritics: σύνηβος Capitals: ΣΥΝΗΒΟΣ
Transliteration A: sýnēbos Transliteration B: synēbos Transliteration C: synivos Beta Code: su/nhbos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, (ἥβη)

   A young comrade, E.HF438 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1022] zugleich jung, Jugendgenosse, Καδμείων σύνηβοι Eur. Herc. Fur. 438.

Greek (Liddell-Scott)

σύνηβος: ὁ, ἡ, (ἥβη) ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἐφηβικὴν ἡλικίαν, Καδμείων τε σύνηβοι Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 438.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de jeunesse.
Étymologie: σύν, ἥβη.

Greek Monolingual

και ξύνηβος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που είναι επίσης έφηβος
2. (κατ' επέκτ.) συνομήλικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηβος (< ἥβη «νεότητα, εφηβεία»), πρβλ. ἔφ-ηβος].

Greek Monotonic

σύνηβος: ὁ, ἡ (ἥβη), συνομήλικος νέος που είναι φίλος κάποιου, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνηβος -ου, ὁ, ἡ [σύν, ἥβη] leeftijdgenoot, jonge vriend.

Russian (Dvoretsky)

σύνηβος: ὁ друг юности: σύνηβοι Eur. молодежь.