διαπτυχή
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ἡ,
A fold, folding leaf, δέλτου διαπτυχαί, γραμμάτων δ., E.IT727,793.
German (Pape)
[Seite 599] ὴ, Falte, δέλτου, γραμμάτων, Eur. I. A. 727. 793, von zusammengefalteten Briefen.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
pli.
Étymologie: διά, πτυχή.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
hoja plegada δέλτου μὲν αἵδε πολύθυροι διαπτυχαί E.IT 727, γραμμάτων διαπτυχαί E.IT 793.
Greek Monotonic
διαπτυχή: [ῠ], ἡ, πτύχωση, δίπλωση, «δίπλα», σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπτυχή -ῆς, ἡ [διαπτύττω] opengevouwen blad.
Russian (Dvoretsky)
διαπτῠχή: ἡ сгиб: δέλτου или γραμμάτων διαπτυχαί Eur. сложенное письмо, т. е. письменное послание.