διαπτυχή

From LSJ
Revision as of 18:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπτῠχή Medium diacritics: διαπτυχή Low diacritics: διαπτυχή Capitals: ΔΙΑΠΤΥΧΗ
Transliteration A: diaptychḗ Transliteration B: diaptychē Transliteration C: diaptychi Beta Code: diaptuxh/

English (LSJ)

ἡ,

   A fold, folding leaf, δέλτου διαπτυχαί, γραμμάτων δ., E.IT727,793.

German (Pape)

[Seite 599] ὴ, Falte, δέλτου, γραμμάτων, Eur. I. A. 727. 793, von zusammengefalteten Briefen.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
pli.
Étymologie: διά, πτυχή.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
hoja plegada δέλτου μὲν αἵδε πολύθυροι διαπτυχαί E.IT 727, γραμμάτων διαπτυχαί E.IT 793.

Greek Monotonic

διαπτυχή: [ῠ], ἡ, πτύχωση, δίπλωση, «δίπλα», σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπτυχή -ῆς, ἡ [διαπτύττω] opengevouwen blad.

Russian (Dvoretsky)

διαπτῠχή: ἡ сгиб: δέλτου или γραμμάτων διαπτυχαί Eur. сложенное письмо, т. е. письменное послание.