φράτριος
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
α, ον, Ion. φρητρ-,
A of or belonging to a φράτρα, at Athens, epith. of Zeus and Athena, as tutelary deities of the phratriae, Pl.Euthd.302d; Ζεὺς φ. D.43.14, IG22.1237.1, prob. for Φρατόριος in Cratin.Jun.9.5; also at Syros, IG12(5).669; Ποτειδὰν ὁ φ. Schwyzer 323 B14 (Delph., iv B. C.); οἱ θεοὶ οἱ φρήτριοι IG14.759 (Naples), Röm.Mitt.27.303 (Aquila). II φράτριον, τό, a temple of these deities, or any shrine used by the φρατρία, St.Byz. s.v. φρατρία, Poll.3.52 codd. III φράτριος μήν, ὁ, name of month at Cyme, IGRom.4.1302.54 (i B. C./i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1304] zur φράτρα gehörig, sie betreffend; in Athen Beiwort des Zeus, Dem. 43, 14 Plat. Euthyd. 362 d, u. der Athene, Schol. Plat. a. a. O., die den Phratrien als Schutzgottheiten vorstanden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φράτριος: -α, -ον, Ἰων. φρήτρ-, ὁ ἀνήκων εἰς φράτραν˙ ἐν Ἀθήναις, ἐπίθετον τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἀθηνᾶς ὡς προστατῶν τῶν φατριῶν, Πλάτ. Εὐθύδ. 302D, Δημ. 1054. 10˙ Ζεὺς ἔστι μοι ἑρκεῖος, ἔστι φράτριος, τὰ τέλη τελῶ Κρατῖνος Νεώτ. ἐν «Χείρωνι» 1. 5 (ἐν τοῖς βιβλ. φρατόριος)˙ καὶ ἐν ἄλλοις τόποις, Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. 11, 2347g (προσθῆκαι)˙ οἱ θεοὶ οἱ φρήτριοι αὐτόθι 5785. 26, πρβλ. 5787, -89, 5802b. II. φράτριον, τό, ναὸς τῶν θεῶν τούτων, ἢ πᾶν ἱερὸν οὗ χρῆσιν ἐποιεῖτο ἡ φρατρία, Στέφ. Βυζ., Πολυδ. Γϳ, 52.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne les phratries.
Étymologie: φράτηρ.
Greek Monolingual
και ιων. τ. φρήτριος, -ία, -ον, Α φρατρία
1. (προσωνυμία του Διός και της Αθηνάς ως προστατών τών φρατριών) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φρατρία («οἱ θεοὶ οἱ φρήτριοι», επιγρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φράτριον
ναός τών θεώνπροστατών της φρατρίας, ιδίως του Διός και της Αθηνάς, καθώς και κάθε ιερό που χρησιμοποιούσε η φρατρία
3. φρ. «φράτριος μήν» — ονομασία μήνα στην Κύμη επιγρ..
Greek Monotonic
φράτριος: [ᾱ], -α, -ον, Ιων. φρήτριος, -ίη, -ιον, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε μια φράτρα· στην Αθήνα, επίθ. του Δία και της Αθηνάς, ως προστάτες των φατρίων, σε Πλάτ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
φράτριος: (ᾱ) фратрийный, покровительствующий фратрии (Ζεύς Plat., Dem.).
Middle Liddell
φρά¯τριος, η, ον
of or belonging to a φράτρα; at Athens, epith. of Zeus and Athena, as tutelary deities of the phratriae, Plat., Dem.