μιμηλός
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
ή, όν,
A imitative, τέχνη Luc.JTr.33; γραφίς Man. 6.525; [πίθηκος] μ. πρὸς τὸ χεῖρον Gal.UP3.16: c. gen., μ. ἁπάντων τεχνιτῶν Luc.Im.17 (Sup.); βιότου AP9.280 (Apollonid.). II Pass., imitated, copied, εἰκών portrait, Plu.Ages.2. Adv.-λῶς Eust.6.7, Suid. s.v. δρᾶμα.
German (Pape)
[Seite 186] nachahmend, geschickt im Nachahmen; μιμηλότατοι τεχνιτῶν, Luc. Imag. 17; Pisc. 36; vgl. μιμηλὸν βιότου πτερόν, Apollnds 22 (IX, 280). – Eine Art Komödie, Suid. v. Σωσάβιος. – Pass., nachgeahmt, Plut. Agesil. 2.
Greek (Liddell-Scott)
μῑμηλός: -ή, -όν, μιμητικός, τέχνη Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 33· γραφὶς Μανέθων 6. 525· μετὰ γεν., μ. ἁπάντων τεχνιτῶν Λουκ. Εἰκόν. 17· βιότου Ἀνθ. Π. 9. 280· γελοίων Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. Παθ., μεμιμημένος, κατὰ μίμησιν πεποιημένος, εἰκὼν Πλουτ. Ἀγησ. 2, πρβλ. 2. 215Α. Ἐπίρρ. -λῶς, Εὐστ. 6. 7, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui imite, habile à imiter;
2 imité, contrefait ; ἡ μιμηλά (εἰκών) image dor.
Sp. μιμηλότατος.
Étymologie: μιμέομαι.
Greek Monolingual
μιμηλός, -ή, -όν (Α)
1. επιτήδειος στο να μιμείται, μιμητικός
2. αυτός που έχει ζωγραφιστεί κατ' απομίμηση.
επίρρ...
μιμηλῶς (Μ)
μιμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος ή μιμοῦμαι + επίθημα -ηλός (πρβλ. καπν-ηλός, σφριγ-ηλός)].
Greek Monotonic
μῑμηλός: -ή, -όν,
I. μιμητικός, με γεν., σε Λουκ., Ανθ.
II. Παθ., αυτός που αποτελεί αντικείμενο μίμησης, αντιγραφής, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μῑμηλός:
1) изобразительный, подражательный, способный изображать (τέχνη Luc.): μιμηλότατοι τεχνιτῶν Luc. талантливейшие из художников;
2) изображенный, воспроизведенный с натуры (εἰκών Plut.).