ἀναιρετικός

From LSJ
Revision as of 11:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναιρετικός Medium diacritics: ἀναιρετικός Low diacritics: αναιρετικός Capitals: ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anairetikós Transliteration B: anairetikos Transliteration C: anairetikos Beta Code: a)nairetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A destructive, Arist.Rh.1386a6; ἀ. τινος Ph.Fr.103 H.; ἀ. ἀλλήλων mutually destructive, Plu.2.427e, Iamb.Myst.5.11; of plants, poisonous, Gal.14.57, Dsc.1.129; φάρμακα Men.Prot.p.47 D. Adv. -κῶς negatively D.L.9.75.    2 Astrol., having the nature of ἀναιρέτης 11, Ptol.Tetr.127.

German (Pape)

[Seite 189] ή, όν, vernichtend, zerstörend, Arist. rhet. 2, 8 u. Sp. – Adv. -ικῶς, verneinend, Diog. L. 9, 11, 75.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναιρετικός: -ή, -όν, ὁ ἀναιρῶν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 8˙ ἀν. τινος Πλούτ. 2. 427Ε. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀρνητικῶς, Διογ. Λ. 9. 75.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
destructif.
Étymologie: ἀναιρέω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1destructor, aniquilador τὰ λυπηρά Arist.Rh.1386a6, νοσήματα Plu.2.918e, λήμματα Plu.2.427e, cf. Ph.Fr.p.103, Iambl.Myst.5.11, Horap.2.35
de argumentos y doctrinas, Origenes Cels.5.24, Clem.Al.Strom.8.5.15
gram. neutralizador de las partículas κεν y ἄν respecto al valor temporal pasado del verbo, Sch.D.T.292.3.
2 venenoso, mortífero de plantas, Gal.14.57, Dsc.1.129, φάρμακα Men.Prot.p.47, ζῷον Pall.H.Laus.18.10.
3 astrol. que señala el fin de la vida, mortal en el esquema del zodíaco, Balbillus en Cat.Cod.Astr.8(4).235, Ptol.Tetr.3.11.2.
II adv. -ῶς gram. negativamente op. θετικῶς del uso que los escépticos hacen del sintagma οὐ μᾶλλον, p. ej. οὐ μᾶλλον ἡ Σκύλλα γέγονεν ἢ ἡ Χίμαιρα D.L.9.75.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναιρετικός, -ή, -όν) ἀναιρῶ
ο σχετικός με την αναίρεση ή την ανασκευή
νεοελλ.
ικανός για αναίρεση αποφάσεως, ακυρωτικός
αρχ.
1. ικανός για καταστροφή, καταστρεπτικός
2. (για φάρμακα) δηλητηριώδης.

Russian (Dvoretsky)

ἀναιρετικός:
1) уничтожающий, разрушительный (τινος Arst., Plut.);
2) смертельный (νοσήματα Plut.).