ἀντιλάζομαι
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
or ἀντιλᾰβ-ῠμαι, poet. and Dor. Prose for ἀντιλαμβάνομαι,
A take hold of, hold by, c. gen., E.IA1227; πραγμάτων Theag. ap. Stob. 3.1.67, cf. Archyt.ib.117; take a share of, partake in, πόνων E.Or. 452, etc. 2 c. acc., to receive in turn, to be repaid, ἀντιλάζνται . . τοιάδ' ἃν τοκεῦσι δῷ Id.Supp.363. (-λάζυμαι l.c., Or.753, IA1109; -λάζομαι ib.1227, Or.452 (-λάζον); both forms in codd. Med.1216)
German (Pape)
[Seite 254] = ἀντιλαμβάνομαι, Eur. I. A. 1227; ἀντιλάζου Or. 446.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιλάζομαι: υμαι, ποιητ. ἀντὶ ἀντιλαμβάνομαι, μετὰ γεν., περὶ σὸν ἐξαρτωμένης γένειον, οὗ νῦν ἀντιλάζυμαι χερί, «πιάνω μὲ τὸ χέρι μου», Εὐρ. Ι. Α. 1227· συμμετέχω, ἀλλ’ ἀντιλάζου καὶ πόνων ἐν τῷ μέρει ὁ αὐτ. Ὀρ. 452, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., λαμβάνω ὡς ἀμοιβὴν ἀντὶ τοῦ διδομένου ὑπ’ ἐμοῦ, κάλλιστον ἔρανον· δοὺς γὰρ ἀντιλάζυται παίδων παρ’ αὐτοῦ τοιάδ’ ἅν τοκεῦσι δῷ Εὐρ. Ἱκ. 363. Πρβλ. λάζομαι.
French (Bailly abrégé)
impér. prés. ἀντιλάζου;
se saisir de, gén..
Étymologie: ἀντί, λάζομαι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. y frec. en drama -λάζῠμαι Theag.1, E.Supp.363, IA 1227, Med.1216, Fr.22h.11 Bond
I c. ac. recibir a su vez ἀντιλάζυται ... τοιάδ' ἃν τοκεῦσι δῷ E.Supp.363.
II c. gen.
1 sujetar, agarrar οὗ (γενείου) ... χερί E.IA 1227
•abs. agarrarse E.Med.1216
•fig. ἀντιλάζυσαι λόγων te agarras a las palabras e.d. hablas sin parar E.Fr.22.11 Bond
•aprehender, captar πραγμάτων Theag.1.
2 aceptar a su vez, compartir πόνων E.Or.452, 753.
Greek Monolingual
ἀντιλάζομαι κ. -ζυμαι (Α)
1. πιάνω με το χέρι μου
2. λαμβάνω μέρος, συμμετέχω
3. ανταμείβομαι, πληρώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + λάζομαι «παίρνω»].
Greek Monotonic
ἀντιλάζομαι: -ῠμαι, αποθ.,
1. κρατιέμαι, βαστιέμαι από, με γεν., σε Ευρ.· συμμετέχω, πόνων, στον ίδ.
2. με αιτ., αποδέχομαι ως αντάλλαγμα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιλάζομαι: хватать, держать (χερί τινος Eur.).
Middle Liddell
1. to take hold of, hold by, c. gen., Eur.; to partake in, πόνων Eur.
2. c. acc. to receive in turn, Eur.