ἀποθέω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A run away, Hdt.8.56, X.Cyr.7.5.40.
German (Pape)
[Seite 303] (s. θέω), weglaufen, Her. 8, 56; Xen. Cyr. 7, 5, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ἀποτρέχω, Ἡρόδ. 8. 56, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 40.
French (Bailly abrégé)
s’éloigner en courant.
Étymologie: ἀπό, θέω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. ἀποθεύσομαι Hdt.8.56]
huir ἱστία ἀείροντο ὡς ἀποθευσόμενοι Hdt.l.c., ᾤχοντο ἀποθέοντες X.Cyr.7.5.40.
Greek Monolingual
ἀποθέω (Α)
τρέχω μακριά, αποχωρώ τρέχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + θέω (Ι) «τρέχω»].
Greek Monotonic
ἀποθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω μακριά, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποθέω: (fut. ἀποθεύσομαι) убегать Her., Xen.
Middle Liddell
to run away, Hdt., Xen.