ἀχρηστία

From LSJ
Revision as of 20:07, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")

ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχρηστία Medium diacritics: ἀχρηστία Low diacritics: αχρηστία Capitals: ΑΧΡΗΣΤΙΑ
Transliteration A: achrēstía Transliteration B: achrēstia Transliteration C: achristia Beta Code: a)xrhsti/a

English (LSJ)

Ion. ἀχρηστίη, ἡ,

   A uselessness, unfitness, Hp.Praec. 9, Pl.R.489b, AP15.38 (Comet.), Them.Or.26.326a.    II non-usance of a thing, Pl.R.333d, Plu.2.135c.

German (Pape)

[Seite 419] ἡ, Unbrauchbarkeit, Plat. Rep. VI, 48) b; Nichtgebrauch, I, 333 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρηστία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἄχρηστος, Ἱππ. 27. 49, Πλάτ. Πολ. 489Β. ΙΙ. τὸ νὰ μὴ μεταχειρίζηταί τις πρᾶγμά τι, αὐτόθι 333D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
le fait de ne pas se servir d’une chose.
Étymologie: ἄχρηστος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Praec.9
1 inutilidad, ineptitud τῆς μέντοι ἀχρηστίας τοὺς μὴ χρωμένους κέλευε αἰτιᾶσθαι Pl.R.489b, ἡγεύμεθα γὰρ ἀχρηστίην Hp.l.c., cf. Plu.2.1130e, Them.Or.26.326a, AP 15.38 (Comet.)
c. gen. ἀ. τῶν ὅπλων ineficacia de las armas Phld.Sto.16.1, τῶν ποδῶν Sud.
2 el hecho de no usar algo καὶ περὶ τἆλλα δὴ πάντα ἡ δικαιοσύνη ἑκάστου ἐν μὲν χρήσει ἄχρηστος, ἐν δὲ ἀχρηστίᾳ χρήσιμος; ¿y así, respecto de todas las demás cosas, la justicia es inútil en el uso y útil cuando no se usa? Pl.R.333d, ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος Plu.2.135b.

Greek Monolingual

η (AM ἀχρηστία) άχρηστος
το να είναι κάτι άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση
νεοελλ.
η αχρήστευση.

Greek Monotonic

ἀχρηστία: ἡ,
I. αχρηστία, ματαιότητα, σε Πλάτ.
II. αχρηστία ενός πράγματος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀχρηστία:
1) ненужная вещь или помеха (ῥύπτειν τι ὡς ἀχρηστίαν Anth.);
2) бесполезность или неиспользуемость (τῆς ἀχρηστίας τοὺς μή χρωμένους αἰτιᾶσθαι Plat.);
3) праздность, безделье (ἀ. καὶ ἡσυχία Plut.).