γόμφωμα
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is fastened by bolts, frame-work, Plu.Marc.15. 2 = γόμφος, Id.2.321d, Longus 2.26. 3 metaph., κλειδῶν ἀχαλκεύτων γ. Vett. Val.334.11 (pl.).
German (Pape)
[Seite 501] τό, das durch γόμφοι Zusammengefügte, Verband des Schiffes, Long. past. 2, 26; der Schiffsbrücke, Plut. Marcell. 15; auch = γόμφος, fort. Rom. 9.
Greek (Liddell-Scott)
γόμφωμα: τό, τὸ διὰ γόμφων συμπηγνύμενον, τὸ σκελετόν, Πλούτ. Μαρκ. 15·― ἀλλὰ = γόμφος, ὁ αὐτ. 2. 321D.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 pont d’un navire assujetti au moyen de chevilles;
2 cheville, clou.
Étymologie: γομφόω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 armadura, entramado constituido por piezas unidas con clavos τὸ γ. (τῆς μηχανῆς) διέσεισαν Plu.Marc.15.
2 plu. pernos, clavos, clavazón esp. de un barco γομφώμασι καὶ πρίοσι καὶ πελέκεσι Plu.2.321d, (δελφῖνες) ἔλυον τὰ γομφώματα Longus 2.26.2
•dientes de una llave, Vett.Val.320.32.
Greek Monolingual
το (AM γόμφωμα) γομφώ
ο σκελετός, το σκαρί
αρχ.
ο γόμφος.
Greek Monotonic
γόμφωμα: -ατος, τό, αυτό που ασφαλίζεται, συνδέεται με καρφιά, ο «σκελετός», σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
γόμφωμα: ατος τό1) крепление (τὸ γ. διασπᾶν Plut.);
2) Plut. = γόμφος 1.
Middle Liddell
[from γομφόω
that which is fastened by bolts, frame-work, Plut.