διάρριμμα

From LSJ
Revision as of 20:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάρριμμα Medium diacritics: διάρριμμα Low diacritics: διάρριμμα Capitals: ΔΙΑΡΡΙΜΜΑ
Transliteration A: diárrimma Transliteration B: diarrimma Transliteration C: diarrimma Beta Code: dia/rrimma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A casting about, questing, of a hound, X.Cyn.4.4 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

διάρριμμα: τό, ἄτακτον πήδημα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀναζήτησις, ἐπὶ κυνηγετικοῦ κυνός, Ξεν. Κυν. 4. 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
allées et venues d’un chien qui se jette de côté et d’autre en bondissant çà et là.
Étymologie: διαρρίπτω.

Greek Monotonic

διάρριμμα: -ατος, τό, άτακτο πήδημα εδώ και εκεί, αναζήτηση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διάρριμμα: ατος τὸ (о собаке, отыскивающей след) резкое движение, бросок (τὰ εἰς τὸ πρόσθεν καὶ ὄπισθεν καὶ εἰς τὸ πλάγιον διαρρίμματα Xen.).

Middle Liddell

διάρριμμα, ατος, τό, n [from διαρρίπτω
a casting about, Xen.