δίλοφος

From LSJ
Revision as of 21:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐλοφος Medium diacritics: δίλοφος Low diacritics: δίλοφος Capitals: ΔΙΛΟΦΟΣ
Transliteration A: dílophos Transliteration B: dilophos Transliteration C: dilofos Beta Code: di/lofos

English (LSJ)

ον,

   A double-crested, πέτρα, of Parnassus, S.Ant.1126 (lyr.); ἀλέκτωρ PMag.Leid.V.9.21.

German (Pape)

[Seite 630] zweigipfelig; πέτρα, der Parnaß, Soph. Ant. 1113.

Greek (Liddell-Scott)

δίλοφος: -ον, διπλοῦς ἔχων λόφον, κορυφήν, δ. πέτρα, ἐπὶ τοῦ Παρνασσοῦ (ἴδε δικόρυφος, ἀμφίπυρος), Σοφ. Ἀντ. 1126.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux sommets.
Étymologie: δίς, λόφος.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
de doble cresta πέτρα del Parnaso, S.Ant.1126, ἀλέκτωρ PMag.12.311, cf. Mart.Cap.2.177.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίλοφος, -ον)
1. αυτός που έχει δύο λόφους, δύο κορυφές
2. (για ζώα και πτηνά) αυτός που έχει δύο λοφία.

Greek Monotonic

δίλοφος: -ον, αυτός που έχει δύο λόφους, διπλή κορυφή, λέγεται για τον Παρνασσό, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δίλοφος: двувершинный (πετρα = Παρνασσός Soph.).

Middle Liddell

δί-λοφος, ον adj
double-crested, of Parnassus, Soph.