εὐράξ

Revision as of 01:01, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

Adv.

   A on one side, sideways, στῆ δ' εὐ. σὺν δουρί Il.11.251, 15.541, cf. Lyc.920.    II εὐ. πατάξ, an exclamation in Ar.Av.1258, to frighten away birds.

German (Pape)

[Seite 1092] (εὖρος), seitwärts, Il. 11, 251. 15, 541. Bei Ar. Av. 1250 εὐρὰξ πατάξ, Ausruf: husch (um die Iris zu verscheuchen)

Greek (Liddell-Scott)

εὐράξ: Ἐπίρρ., πλαγίως, στῇ δ’ εὐρὰξ σὺν δουρί, «ἐκ πλαγίου» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 251, Ο. 541. ΙΙ. εὐρὰξ πατάξ, ἐπιφώνημα ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1258, πρὸς ἀποδίωξιν πτηνῶν, ἀλλ’ ἴδε Σχολιαστὴν ἐν τόπῳ, ὅστις δίδει εἰς τὸ ἐπιφώνημα τοῦτο κακὴν σημασίαν.

French (Bailly abrégé)

adv.
dans le sens de la largeur, transversalement ; de côté.
Étymologie: εὐρύς.

English (Autenrieth)

(εὖρος): on one side, sidewise, Il. 11.251, Il. 15.541.

Greek Monolingual

εὐράξ (Α)
επίρρ.
1. πλαγίως, στα πλάγια
2. φρ. «εὐράξ πατάξ» — αναφώνηση, επιφώνημα προς εκδίωξη πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευράξ (πρβλ. λαξ, οδάξ, παξ), συσχετίστηκε με τον τ. ευρύς, εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση δε Fράξ (Fραξ < ράσσω, ράττω «χτυπώ, ωθώ, προσκρούω»].

Greek Monotonic

εὐράξ: επίρρ. (εὖρος
I. από τη μια πλευρά, πλαγίως, σε Ομήρ. Ιλ.
II. εὐρὰξ πατάξ, επιφών., κραυγή για εκφοβισμό πτηνών, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὐράξ: adv. сбоку, в стороне или в сторону: στῆ δ᾽ εὐ. Hom. он стал сбоку; εὐ. πάταξ! Arph. прочь отсюда!

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: meaning uncertain, in στῆ δ' εὐράξ (Λ 251, Ο 541), perh. on one side, near, at the side; further Lyc. 920 εὐρὰξ Ἀλαίου Παταρέως ἀνακτόρων near the temple of Ἀ. Π.; as interj. Ar. Av. 1258 εὐράξ, πατάξ.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. On the formation cf. λάξ, ὀδάξ, μουνάξ, διαμπάξ a. o. (Schwyzer 620). Connected (so still Stolz IF 18, 460f.) with εὐρύς and explained as ἐκ πλαγίου (e. g. H.). Acc. to Bq with Meister Herodas 749 however to be read as δε Ϝράξ und to be understood as en heurtant, from ῥάττειν, ῥάσσειν, ῥήσσειν nudge, bump; on the meaning cf. ἴκταρ near and parallels mentioned there.