ἰχθυοτρόφος

From LSJ
Revision as of 23:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠοτρόφος Medium diacritics: ἰχθυοτρόφος Low diacritics: ιχθυοτρόφος Capitals: ΙΧΘΥΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ichthyotróphos Transliteration B: ichthyotrophos Transliteration C: ichthyotrofos Beta Code: i)xquotro/fos

English (LSJ)

ον,

   A feeding fish: full of fish, διαδρομαί Plu.Luc.39.

German (Pape)

[Seite 1276] Fische fütternd, haltend, Sp., wie Plut. Lucull. 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων ἰχθῦς, πλήρης ἰχθύων, διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους Πλουτ. Λούκουλλ. 39, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰχθυόεν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des poissons, abondant en poissons.
Étymologie: ἰχθύς, τρέφω.

Greek Monolingual

-ο (Α ἰχθυοτρόφος, -ον)
(για θάλασσα, λίμνη, ποταμό) αυτός που τρέφει άφθονα ψάρια, αυτός που είναι γεμάτος ψάρια
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ιχθυοτρόφος
αυτός που ασχολείται με την ιχθυοτροφία, ο ιχθυοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].

Greek Monotonic

ἰχθυοτρόφος: -ον, αυτός που εκτρέφει ψάρια, αυτός που είναι γεμάτος από ψάρια, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθυοτρόφος: питающий (разводящий) рыб, богатый рыбой (διαδρομαί Plut.).

Middle Liddell

ἰχθυο-τρόφος, ον
feeding fish: full of fish, Plut.