κοσκινόμαντις

From LSJ
Revision as of 15:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκῐνόμαντις Medium diacritics: κοσκινόμαντις Low diacritics: κοσκινόμαντις Capitals: ΚΟΣΚΙΝΟΜΑΝΤΙΣ
Transliteration A: koskinómantis Transliteration B: koskinomantis Transliteration C: koskinomantis Beta Code: koskino/mantis

English (LSJ)

εως (also ιδος, Choerob. in Theod.1.200, al.), ὁ and ἡ,

   A diviner by a sieve, Philippid. 37, Theoc.3.31, Artem.2.69.

Greek (Liddell-Scott)

κοσκῐνόμαντις: -εως, (ὡσαύτως -ιδος, Α. Β. 1193), ὁ, καὶ ἡ, ὁ διὰ κοσκίνου μαντευόμενος, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 15, Θεόκρ. 3. 31, πρβλ. Λουκ. Ἀλέξ. 9, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
devin ou sorcière qui prédit l’avenir au moyen d’un crible.
Étymologie: κόσκινον, μάντις.

Greek Monolingual

κοσκινόμαντις, -άντεως ή -άντιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μαντεύει με το κόσκινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + μάντις (πρβλ. αστρό-μαντις, χειρό-μαντις)].

Greek Monotonic

κοσκῐνόμαντις: -εως, ὁ και ἡ, αυτός που μαντεύει μέσω του κόσκινου, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσκινόμαντις -ιδος, ὁ en ἡ [κόσκινον, μάντις] zeeflezer, waarzegger (die zeef gebruikt).

Russian (Dvoretsky)

κοσκινόμαντις: ιδος ὁ и ἡ гадатель или гадательница, предсказывающие с помощью решета Theocr.

Middle Liddell

κοσκῐνό-μαντις, εως
a diviner by a sieve, Theocr. [from κόσκῐνον]